Φυλακισμένα πάθη στις Νότιες Θάλασσες

Με μια σκηνή φωτεινής σαφήνειας ξεκινάει η «Βροχή», μια από τις πλέον ονομαστές νουβέλες που έγραψε ο Μομ. Δύο ζευγάρια, ομολογουμένως αταίριαστα και κατά τύχη συγχρωτιζόμενα, οι Μακφαίηλ και οι Ντέιβιντσον, βρίσκονται εν πλω με προορισμό τις Νότιες Θάλασσες. Τίποτα το σκότιο δεν χαράζει την επιφάνεια του νερού, κανένα ρίγος δεν διαπερνάει τις σκέψεις τους, ο καθένας είναι καλά προφυλαγμένος στις αντιλήψεις και στους σκοπούς του.

Ο Μακφαίηλ είναι ένας καλόγνωμος γιατρός που μέσα του διατηρεί μια ευρυχωρία κατανόησης ακόμη κι εκείνων των ατόμων που διαφέρουν αρκετά από τον ίδιο. Η γυναίκα του μοιράζεται τις ίδιες ιδέες μαζί του. Σκοπός του ταξιδιού τους είναι η Άπια, η πρωτεύουσα των νήσων Σαμόα, όπου σκοπεύουν να περάσουν κάποιο διάστημα ξεκούρασης.

Οι Ντέιβιντσον, από την άλλη, είναι ιεραπόστολοι, κινούνται σε όλο σχεδόν το φάσμα των νησιών του Ειρηνικού με στόχο να εκπολιτίσουν τους ιθαγενείς. Ο άνδρας είναι αεικίνητος, ισχυρογνώμων, εμφανίζεται καλυμμένος με έναν άτρωτο μανδύα αρετής και ηθικής, τον οποίο προβάλλει εντόνως για να καταδείξει τη δική του ισχυρή θέση έναντι της χυδαιότητας των πρωτόγονων.

Η βλοσυρή αποφασιστικότητά του είναι παροιμιώδης, ο εμμονικός χαρακτήρας του φαντάζει άθραυστος μπρος σε κάθε ανθρώπινη αδυναμία. Φυσικά, η γυναίκα του δεν διαφέρει από εκείνον, αν και δείχνει να είναι υποταγμένη στις επιταγές του ισχυρού συζύγου της. Ακόμη κι αν ισχύει αυτό, το κάνει οικεία βουλήσει. Αμφότεροι συνιστούν ένα εξουσιαστικό δίπολο που κουβαλάει τον ευρωπαϊκό αέρα επιβολής στις μακρινές και απολίτιστες φυλές του Νότου. Για τον «σωφρονισμό» των ντόπιων χρησιμοποιούν κάθε πρόσφορο μέσο: τιμωρίες, απαγορεύσεις, εκβιασμούς και, οπωσδήποτε, όλα τούτα με το απαραίτητο θρησκευτικό προκάλυμμα. Ο λόγος των ιερών κειμένων χρησιμοποιείται ως όπλο μαρτυρίου και όχι πίστης. Η ουσιαστική «ανοιχτότητα» της θρησκείας αντιστρέφεται σε τελετουργική μέθοδο κατίσχυσης.

Η αρχική ηρεμία σκιάζεται όταν, υπό την απειλή μιας πιθανής επιδημίας χολέρας, το πλοίο αναγκάζεται να ρίξει άγκυρα στο νησί Πάγκο-Πάγκο, έναν τόπο μουσκεμένο έως το κόκαλο, μια κακογραφία της φύσης, κι ας φαίνεται εκ πρώτης όψεως ένα ενδιαφέρον ησυχαστήριο. Η βροχή ποτίζει τα πάντα, όμως δεν είναι ποτιστική, αλλά επιθετική, συνεχής, εκνευριστική, εντέλει εκμαυλιστική.

Τα δύο ζευγάρια αναγκάζονται να συγκατοικήσουν σε μια λερή πανσιόν, σε ένα περίκλειστο σημείο ενός τόπου ακόμη πιο ερμητικά κλεισμένου στον δυσώδη εαυτό του. Ώσπου, από το κάτω πάτωμα, ακούγεται ένας βραχνός ήχος γραμμόφωνου. Μια μουσική αφημένη στην ξενοιασιά της. Ποιος είναι ο «δράστης» και έναντι ποιας βούλησης επαναστατεί στη γενικευμένη χαύνωση;

Πρόκειται για τη δεσποινίδα Σέηντι Τόμσον που συνταξίδευε με τα δύο ζευγάρια και τώρα κάνει ορμητικά την εμφάνισή της. Άλλωστε, και να ήθελε, δεν μπορεί να κρύψει τα κάλλη της, αλλά και το επάγγελμά της: είναι πόρνη, διαλαλεί την «πραμάτεια» της μέσω της μουσικής και το διαμέρισμά της γεμίζει από πιθανούς «αγοραστές» της σάρκας της. Αμέσως, ο άτεγκτος Ντέιβιντσον αναλαμβάνει το νέο «ιεραποστολικό» έργο του, να συμμορφώσει τη νεαρή και να την επαναφέρει στον ίσιο δρόμο. Μόνο που, στην πραγματικότητα, αυτό που θέλει να κάνει είναι να την εκμηδενίσει, να την εξαφανίσει από προσώπου γης. Η χριστιανική του ηθική δεν αποδέχεται «ενδιάμεσες» λύσεις: δεν έχει σκοπό να προσφέρει παρηγορία και ηθικό εκτόπισμα σε ένα πλάσμα που έχει εξοκείλει, αλλά να επιβάλει την εξουσία του με τον πλέον απηνή τρόπο. Κάνει τα πάντα για να τη διώξει από το νησί, κινεί νήματα, συνομιλεί με τον καπετάνιο του πλοίου, δεν αφήνει τίποτα στην τύχη του. Ακόμη και όταν η κοπέλα, συντετριμμένη και βαθύτατα ηττημένη, εμφανίζεται μπροστά του μετανιωμένη και αλλαγμένη (ακόμη και η όψη της βαίνει προς μια εκούσια φθορά), εκείνος παραμένει αμετάπειστος. Όντως;

Ο Μομ δεν αφήνει τίποτα στην τύχη του. Οτιδήποτε προβάλλει δείχνει να είναι ευθύγραμμο και αρθρωμένο στη βάση μιας στερεοτυπίας (ειδικά οι χαρακτήρες), κι όμως η επιδεξιότητά του φαίνεται στο γεγονός ότι, καθώς προχωράει η ιστορία, αρχίζει να ξηλώνει ανεπαίσθητα το «υφαντό». Ο μέχρι πρότινος δεσποτικός Ντέιβιντσον, στο τέλος είναι εκείνος που μοιάζει πιο ηττημένος από ποτέ. Η υποκριτική του στάση, μια πανοπλία που τη χρειάζεται για να παίξει τον ρόλο του, εντέλει καταπέφτει. Το οχυρό έχει κυριευτεί εκ των έσω. Η σύγκρουση ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς κόσμους θα είναι σφοδρή κι ας μην ακούγεται γδούπος και χλαπαταγή. Ο ψίθυρος και ο υπαινιγμός είναι τα βασικά συστατικά αυτής της νουβέλας.

Ο Μομ «χτυπάει» την υποκρισία και την εξουσιαστική πρόθεση ατόμων σαν τον Ντέιβιντσον από όλες τις πλευρές. Όμως δεν μας αφήνει να μισήσουμε τον ιεραπόστολο (θα ήταν τόσο προφανές) ή να ενστερνιστούμε τα πάθη της πόρνης και τις φιλότιμες προσπάθειες του Μακφαίηλ να τη σώσει. Το τραγικό πρόσωπο στην ιστορία, αυτό που συντρίβεται ολοκληρωτικά, είναι ο Ντέιβιντσον. Ο μηχανισμός της δύναμής του είναι τρωτός και πολλαπλά βεβαρημένος. Είναι αυτός που δεν μπορεί να φυλακίσει τα πάθη και τις επιθυμίες του μπρος στη θέα της πόρνης.

Ο Μομ έγραψε τη συγκεκριμένη νουβέλα κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του στις Νότιες Θάλασσες. Αρχικά είχε κρατήσει σημειώσεις στο τετράδιό του και στη συνέχεια άρχισε να αναπτύσσει τούτη την τόσο πυκνή και μεστή ιστορία. Η έξοχη μετάφραση ανήκει στην Παλμύρα Ισμυρίδου.