Όταν χρησιμοποιείς αυτοβιογραφικό υλικό ως το αρχικό ερέθισμα για τη γραφή σου, από τη μία μπορεί να λειτουργήσει λυτρωτικά για την ψυχή σου, από την άλλη μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την τέχνη σου. Επειδή είναι πολλές οι παγίδες ενός τέτοιου εγχειρήματος. Πολλοί πεζογράφοι και ποιητές γράφουν έργα σε αυτοβιογραφική βάση. Ο τρόπος προσέγγισης είναι φυσικά διαφορετικός, όπως και τα αποτελέσματα που προκύπτουν.

Στο ποιητικό βιογραφικό της σημείωμα η Ευσέβεια  Χατζηχαραλάμπους έχει μια τρυφερότητα στην προσέγγιση των βιωμάτων της, παράλληλα κι έναν σεβασμό. Για να μιλήσω με δικούς της στίχους, «μπαίνοντας και βγαίνοντας/ ανάστροφα/ στο ποτάμι του χρόνου», κάνει μια κατάθεση ψυχής. Απαλλαγμένη από πικρίες, προβαίνει σε απολογισμό ζωής και συναισθημάτων.

Στο ποίημα που έχει δώσει και τον τίτλο στη συλλογή γράφει χαρακτηριστικά: «οι περισσότερες αναφορές στα περιστατικά του βίου μου/ δεν θα ήταν πρέπουσες/ – και μάλλον δεν ενδιαφέρουν/ σ’ εκείνα όμως/ κρίθηκαν η ψυχή και το σώμα μου/ σ΄ αυτά κρίνομαι/ αφαιρώ, λοιπόν, όσα είναι η ουσία μου /και παραθέτω τέτοια/ που πιθανόν έχουν βαρύτητα/ για τους κάθε μορφής αξιολογητές μου».

Την ενδιαφέρει το έργο της να αφορά, να έχει μια καθολικότητα, να μην είναι αυτιστικό. Γιατί όντως πάντα στην τέχνη μάς ενδιαφέρει ο τρόπος που ο ποιητής/πεζογράφος φιλτράρει τα προσωπικά του βιώματα. Οι σκέψεις που κάνει πάνω σε αυτά. Ακόμα κι αν η αφόρμηση είναι προσωπική, μας ενδιαφέρει η επεξεργασία των αρχικών ερεθισμάτων. Και η ποιήτρια στο πρώτο της αυτό βιβλίο είναι σε πολύ καλό δρόμο.

Η ανάσα της γιαγιάς, οι φράσεις του παππού, οι απώλειες που γίνονται ποτάμι, η σιωπηλή σιωπή, η θάλασσα, η μητέρα, ένας δικός της κόσμος που πυροδοτεί την ποίησή της. Το υλικό το έχει, μάλιστα της φωνάζει. Και κείνη δουλεύει αφαιρετικά πάνω σε αυτό με αποτελέσματα τα ολιγόστιχα και πυκνά σε νοήματα ποιήματά της. Η ποιήτρια γράφει ότι «η επίγνωση πονά πιο πολύ απ’ τον πόνο». Η ίδια έχει επίγνωση των τραυμάτων της, όμως προσπαθεί και τα διαχειρίζεται με ισορροπία και αλήθεια χωρίς να επιβαρύνει τον στίχο με ό,τι θα τον κατέστρεφε. Τίποτα δύσκολο, άσχημο ή απαρηγόρητο δεν μένει πια κρυμμένο, ίσως με αυτή την ποιητική εργασία να βρήκε ανάταση ψυχής. Όλα τα ποιήματα για τη μητέρα μάς πηγαίνουν αυτόματα στα δικά μας βιώματα με τους γονείς μας, στο δικό μας παρελθόν που όλοι έχουμε και μας έχει στιγματίσει θετικά ή αρνητικά. Όλα τα ποιήματα της τρίτης αυτής ενότητας του βιβλίου, ιδιαίτερα όταν γίνεται χρήση του β΄ προσώπου, διαθέτουν δραματικότητα.

Λίγο νιώθεις, λίγο ξεκουράζεσαι, λίγο ελπίζεις με τούτο το βιβλίο. Όσα μας έχουν πληγώσει μπορεί να γίνουν λέξεις λυτρωτικές. Κι η σιωπηλή σιωπή να γίνει ηχηρή σιωπή που θα μας ταξιδεύει.

Κλείνω το σημείωμα τούτο με δύο εξαιρετικά δείγματα αυτής της δουλειάς:

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ ‘ 70

 

εκεί δεν είχα σπίτι 

ένα κουβαδάκι με άμμο

και καλούπωνα

με μιαν άγρια τρυφερότητα

τον ελάχιστο κόσμο μου

ενώ μικροί σκοτεινοί οιωνοί

άφηναν τις ψυχές τους 

μες στις παλάμες μου

 

EΠΙΚΛΗΣΗ

 

από την πολλή ευγένεια

μην πεθάνουμε μόνοι

μόνοι, βέβαια, θα πεθάνουμε

όχι όμως και έρημοι…