Φυγή

Αφότου έκοψα τα χέρια μου,

βγήκαν καινούρια…

Ντενίς Λέβερτοφ

Σε σπάνιες στιγμές εξαιρετικής διαύγειας – συνήθως μετά από μια τραυματική εμπειρία, το κέλυφος που δημιουργήσαμε για να προστατευτούμε ραγίζει για να μας αποκαλύψει το απέραντο πλήθος των διαφορετικών δρόμων που θα μπορούσαμε να είχαμε επιλέξει. Οι περισσότεροι ρίχνουν μια κλεφτή ματιά κι επιστρέφουν στην ασφάλεια της προσωπικής τους φυλακής, λίγοι σπάνε το κέλυφος κι ανοίγονται με μάτια ορθάνοιχτα στις δυνατότητες του Αγνώστου….

Η ”Βίλα Αμάλια” του Γάλλου συγγραφέα Πασκάλ Κυνιάρ είναι ένα μυθιστόρημα φυγής και προσωπικής αναζήτησης, χτισμένο σε μια αλληλουχία συνεχών αναχωρήσεων και διαδοχικών μεταμορφώσεων: η Ανν, μια γυναίκα στο κατώφλι της ωριμότητας, οργανώνει συνειδητά τη φυγή και την εξαφάνισή της, αφήνοντας πίσω της οτιδήποτε τη συνδέει με τον παλιό της εαυτό. Σχέσεις, εραστές, οικογένεια, εργασία, περιουσία, όλα καίγονται στην εσωτερική της φλόγα κι από τις στάχτες αναδύεται κάτι καινούριο αλλά ακόμα αδιαμόρφωτο. Ως καλλιτέχνης -είναι πιανίστρια-, αρχικά στρέφεται προς την ομορφιά και τη βρίσκει σ’ ένα μικρό ηφαιστιογενές νησί στην Ιταλία: μαγεύεται από το τοπίο και ερωτεύεται ένα εγκαταλειμμένο σπίτι -τη Βίλα Αμάλια-, στο οποίο εγκαθίσταται.

Η μουσική της και η θάλασσα είναι οι μόνοι της σύντροφοι αλλά και οι μοναδικές της ανάγκες. Σταδιακά επιζητά ξανά την ανθρώπινη επαφή κι ένας καινούριος κύκλος σχέσεων ανοίγει γύρω της. Για λίγο, πάνω σ’ εκείνο τον ηλιοκαμένο βράχο της Μεσογείου βρίσκει το δικό της παράδεισο – αλλά ο παράδεισος δεν είναι του κόσμου τούτου…. Ένα τραγικό γεγονός θα την οδηγήσει και πάλι στο δρόμο, στην ατέρμονη αναζήτηση. Χρόνια αργότερα θα βρει τελικά τη γαλήνη και θα κάνει ειρήνη με το παρελθόν της, αλλά η καρδιά της θα ζει για πάντα στη Βίλα Αμάλια, την εποχή εκείνη όπου ”δεν φοβόταν τον ήλιο”.

Ο Πασκάλ Κυνιάρ δημιουργεί με κλασική δομή και ρομαντικό πνεύμα ένα υπέροχο, ”ανοιχτό” μυθιστόρημα που αγκαλιάζει τον αναγνώστη αλλά δεν τον εγκλωβίζει, αντιθέτως τον αφήνει ελεύθερο να ταξιδέψει, να πετάξει, να ονειρευτεί. Η δεξιοτεχνία της ελλειπτικής αφήγησης που γίνεται με άλματα και συνεχείς αλλαγές οπτικής γωνίας, ο υποβλητικός λυρισμός των εικόνων και η καθαρή από καλλωπισμούς και φτιασίδια γλώσσα που η μετάφραση της Βάνας Χατζάκη αποδίδει με εξαιρετικό τρόπο, αποκαλύπτουν το μέγεθος του ταλέντου του συγγραφέα και κάνουν την ανάγνωση του κειμένου απολαυστική. Η ηρωίδα του Κυνιάρ – την οποία προσεγγίζει με απέραντη κατανόηση και μια τρυφερή οικειότητα που υπάρχει μόνο στους άντρες που έχουν αληθινά αγαπήσει τις γυναίκες της ζωής τους, διατρέχει τις σελίδες του βιβλίου ελεύθερη, δυνατή, γεμάτη εσωτερική ένταση όπως μια καταιγίδα: ”Δεν ξέρω πού πηγαίνω, αλλά τρέχω αποφασισμένη προς τα εκεί. Κάτι μου λείπει που μέσα του θα μου άρεσε να χαθώ”.