«Έρως θανάτου» για τον Ιωάννη Συκουτρή
«H αγάπη μου και η πίστις μου προς τον Πλάτωνα, απετέλεσε το κυριώτερον ελατήριον να σπουδάσω φιλολογίαν», σημειώνει ο Ιωάννης Συκουτρής (“Μελέται και άρθρα”).
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Πλάτωνας κυριαρχεί στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του Συκουτρή. Την παιδευτική του ακτινοβολία θα θαυμάσει και θα εγκωμιάσει σε κάθε ευκαιρία. Στον Πλάτωνα «τον Έλληνα μεταξύ των Ελλήνων», διακρίνει τον υψηλότερο και καθαρότερο εκπρόσωπο του ελληνικού λόγου, που κάνει ώστε η ζωή του ανθρώπου στο σύνολό της σε όλες τις εκδηλώσεις της να αποτελεί μια «πολύφωνον αρμονίαν, που θ’ αναβή ως θυσία αινέσεως προς τον πατέρα των φώτων» (“Πλατωνικός Ευαγγελισμός”). Ο πλατωνικός εξάλλου έρωτας, που μας καλεί να αγαπάμε ένα πρόσωπο «ως ενσάρκωσιν πιστήν, ή ατελή ενός ιδανικού, που ευρίσκεται έξω αυτού, εις τον κόσμον των απολύτων αξιών», που είναι δεσμός δύο προσώπων «προς ένα ιδεώδες απόλυτον» και «προς αυτό αναβιβάζει τας ψυχάς των εις κοινάς αναζητήσεις και με κοινόν ρυθμόν», αυτός τον οιστρηλάτησε στο παιδευτικό του έργο, στην επικοινωνία του γενικά με τον άλλον (“Πλατωνικός Ευαγγελισμός”). Αυτός τον έκαμε να δει το έργο του σαν αποστολή και με αυτόν σφυρηλάτησε στενούς δεσμούς με τους μαθητές του.
Γεννημένος στη Σμύρνη το 1901, υπήρξε μία από τις ελάχιστες περιπτώσεις Έλληνα φιλολόγου και διανοούμενου, ο οποίος με το έργο του προσπάθησε να δείξει τον δρόμο στους νεοέλληνες να προσεγγίσουν την αρχαία ελληνική γραμματεία, απορρίπτοντας την τυπολατρία και τη σχολαστικότητα. Παρά το νεαρό της ηλικίας του, το πάθος και οι γνώσεις του για την Αρχαία Ελλάδα, συνάμα το ενδιαφέρον που προκαλούσε στις πανεπιστημιακές παραδόσεις του τον έκαναν ευρύτερα γνωστό από τον στενό κύκλο των λογίων, πανεπιστημιακών ή μη.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η σημαντικότερη κατάθεσή του είναι η εισαγωγή και μετάφραση στο “Συμπόσιο” του Πλάτωνα το οποίο εκδόθηκε το 1934 από την Ακαδημία Αθηνών. Η έκδοσή του έτυχε ευμενούς υποδοχής τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Ο Ξενόπουλος, ο Τζάρτζανος, ο Μελάς κ.ά., έγραψαν διθυραμβικές κριτικές, αναγνωρίζοντάς του την ικανότητα στην εμβάθυνση και απόδοση με απλότητα της μεγαλοφυΐας της Πλατωνικής σκέψης. Υπήρξε όμως και πολεμική η οποία ευνοήθηκε με τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου και λειτούργησε ώστε να μην αναγορευθεί καθηγητής Πανεπιστημίου στη θέση που είχε προκηρύξει η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Η στάση του που κράτησε στη ζωή του επιτρέπει να σκεφτούμε ότι ο Συκουτρής πιστεύει ότι η μοίρα του είναι η μοίρα των εκλεκτών. Ακόμη ειδικότερα, ο τρόπος που μιλά για την ηρωϊκή αντίληψη της ζωής δείχνει πως αυτή την αντίληψη ζει μέσα του και αυτήν πιστεύει πως πραγματώνει και με τον θάνατό του ακόμη.
Στις 18 Σεπτεμβρίου 1937 ταξίδεψε με τρένο στην Κόρινθο, και έπειτα από τρεις μέρες ανέβηκε στην Ακροκόρινθο, όπου έγραψε ένα σύντομο σημείωμα προς τον φίλο του καθηγητή του Πολυτεχνείου Άγγελο Καλαμαρά, με το οποίο κληροδοτούσε τη βιβλιοθήκη του στην Ακαδημία Αθηνών, και άφηνε ένα χρηματικό πόσο στη γυναίκα του, ζητώντας να δημοσιευτεί το τμήμα της εισαγωγής του στην Ποιητική του Αριστοτέλη. Την επομένη, 22 Σεπτεμβρίου, βρέθηκε νεκρός στο δωμάτιο του ξενοδοχείου «Κεντρικόν». Οι εφημερίδες, σύμφωνα με τη γνωμάτευση του ιατροδικαστή, έγραψαν ότι πέθανε από καρδιακή προσβολή. Τελικά όμως, ύστερα από μερικούς μήνες μαθεύτηκε ότι είχε αυτοκτονήσει παίρνοντας μεγάλη δόση του ισχυρού ηρεμιστικού Βερονάλ. Στην Ελλάδα του 1937 κανείς δεν θα τολμούσε να ομολογήσει πως ένα δημόσιο πρόσωπο αυτοκτόνησε, και ο Ιωάννης Συκουτρής ήταν δημόσιο πρόσωπο.
Η ζωή του σβήστηκε πολύ πριν ολοκληρώσει την τροχιά της, και το έργο του διακόπηκε πολύ πριν δοθεί στην κύρια φάση του, ενώ είχε ήδη αναγνωρισθεί ως ένας από τους σημαντικότερους μελετητές της κλασικής αρχαιότητας όχι μόνον στην Ελλάδα αλλά και στον ευρωπαϊκό χώρο. Πάλεψε να βγάλει την κλασική σκέψη από τα εργαστήρια ανατομίας όπου την είχε εγκλωβίσει η τυπολατρία των φιλολόγων. Οραματιστής της αναβίωσης των κλασικών γραμμάτων, με στόχο μια σύγχρονη πολιτισμική αναγέννηση, προκαλούσε τρόμο στον απολιθωμένο πανεπιστημιακό μικρόκοσμο της Αθήνας. Μια δίκαιη αποτίμηση της πνευματικής φυσιογνωμίας του απαιτεί τη συνειδητοποίηση πως ο βίος του κράτησε μόνο τριάντα έξι χρόνια, και η πνευματική δράση του σε ωριμότητα μόνο δεκαπέντε. Μια άρτια σύλληψη της πνευματικής αλλά και της ηθικής φυσιογνωμίας του προϋποθέτει να υποθέσει κανείς ποια θα ήταν η πνευματική προσφορά του, αλλά και η ηθική ευθυκρισία του, καθώς και η αξία και η έκταση του αντίστοιχου έργου στα επόμενα χρόνια του βίου του.
Εντούτοις, παρά τα ελάχιστα χρόνια που έζησε και έδρασε, πραγμάτωσε μια πορεία, επιβλητική, μοναδική σε πνευματικό βάθος, σε ηθικό πάθος, καταθέτοντας ένα έργο πολύπτυχο και πολύμορφο, υποδειγματικό σε ύφος και σε επιστημοσύνη. Η μοίρα υπήρξε φραγμός στο να επιτελέσει για πολύ χρόνο το σημαντικό από κάθε πλευρά έργο του. Η ιδεολογική αδιαλλαξία του, η αδάμαστη αξιοπρέπεια, πόσον άλλωστε, η συγκρότηση της βιοθεωρίας του, τόσο εναρμονισμένες και τόσο δικαιωμένες στην ηθική του προσωπικότητα, έγιναν οι πρόσφορες προσβάσεις για τις ψευδοπνευματικές δυνάμεις, που επιδίωκαν τη ματαίωση της επιστημονικής του σταδιοδρομίας, τη δυσφήμιση του έργου του, και τη δηλητηρίαση εντέλει της ζωής του. Ο φιλόλογος των κλασσικών ελληνικών γραμμάτων δικαίωσε θριαμβευτικά τη λατρευτική σχεδόν πίστη γενεών του ελληνισμού στην απαράμιλλη ανθρωπιστική αξία της κλασικής ελληνικής παιδείας. Βυθισμένος στο μέγα έργο της διακονίας του ελληνικού πνεύματος, αφιερώθηκε αποκλειστικά στις αντικειμενικές αξίες του πνεύματος και στη διαπλάτυνση του εσωτερικού του ανθρώπου.
Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος στη λογοτεχνική γραφή του δεν ακολουθεί τις γνωστές συμβάσεις των ιστορικών πεζογραφημάτων. Εν προκειμένω στο πρόσφατο αφήγημά του “Βερονάλ” (εκδ. Μεταίχμιο, 2015), η ιστορική εποχή, μάλλον ο ιστορικός χρόνος είναι ο ίδιος ο πρωταγωνιστής του αφηγήματος· συνθέτει Ιστορία και μυθοπλασία.
Χωρίς χρονολογική σειρά, χάριν του αφηγηματικού ρυθμού παραθέτει πολλά γεγονότα όπως συνέβησαν και άλλα υποθετικά, που συνάγονται όμως έστω και συνειρμικά από τα πραγματικά γεγονότα. Αναπτύσσει περισσότερο τη δυναμική του χαρακτήρα, καταγράφοντας και τις σκιές του, τις αδυναμίες του, δικαιώνοντας έτσι το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ακόμη περισσότερο όταν έχει να κάνει με μια προσωπικότητα σαν του Συκουτρή, ο οποίος μετέτρεψε σε υπαρξιακό αγώνα το δράμα του σύγχρονου ελληνισμού, τους δεσμούς του με την αρχαιότητα. Η ημέρα του θανάτου του Συκουτρή, καθώς και οι ημέρες-ώρες προτού οδηγηθεί στη λήψη του βαρβιτουρικού σκευάσματος καλύπτουν τις πρώτες και τις τελευταίες σελίδες του αφηγήματος, ενώ ενδιαμέσως στέκεται σε στιγμές-γεγονότα του βίου του, από τα εφηβικά του χρόνια στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης, έως την ανάθεση της μετάφρασης του “Συμποσίου” από την Ακαδημία Αθηνών, ενώ παραλείπει τις περιόδους που δίδαξε στην Κύπρο και σπούδασε στη Γερμανία. Ο πρωταγωνιστής του αφηγήματος θα βρεθεί αντιμέτωπος με τον χορό μιας Ελλάδας σκοτεινής, αυτής που διεκδικεί τα δικαιώματά της με όπλα την ημιμάθεια, την αγραμματοσύνη, και φθονεί κάθε πνευματική αναζήτηση, η οποία επειδή δεν μπορεί να την παρακολουθήσει, αισθάνεται ότι απειλεί τη μακαριότητά της.
Με πολύ καλά σχεδιασμένη εσωτερική δομή, με λογοτεχνική πλαστικότητα, αποτυπώνει την πορεία του Συκουτρή προς τον θάνατο, πέρα από τους αστικούς μύθους που συνοδεύουν την υστεροφημία του, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του περισσότερο στην ανάπτυξη της δυναμικής του χαρακτήρα του και λιγότερο στη λεπτομερή-πιστή καταγραφή γεγονότων του βίου του.
Η λογοτεχνία είναι το μόνο είδος γραφής με τόσο μεγάλες ελευθερίες και δυνατότητες, και ο Τάκης Θεοδωρόπουλος τις αξιοποιεί κατά τον ιδανικότερο τρόπο. Ιδωμένο συνολικά το βιβλίο του, αποτελεί μια μαρτυρία για τη σημασία που έχει ο γραπτός λόγος στη διάδοση των ιδεών, σκοπό που υπηρέτησε σταθερά και ο Ιωάννης Συκουτρής, ο σημαντικότερος ίσως μελετητής της κλασικής αρχαιότητας που γέννησε ο εικοστός αιώνας στην Ελλάδα, που ενσαρκώνει μια από τις πτυχές της ελληνικής συλλογικής συνείδησης. «Ήρωας ο ίδιος μιας ποιητικής χειρονομίας η οποία έμεινε εκκρεμής σ’ έναν κόσμο που φοβόταν τους ποιητές γιατί φοβόταν τον εαυτό του. Ήθελε να πλάσει μια “ποιητική της αρχαιότητας” για λογαριασμό του κόσμου του».