Το βιβλίο του Γκαστόν Ντορέν είναι αναμφίβολα φιλόδοξο: ο γύρος του κόσμου παραμένει και στον εικοστό πρώτο αιώνα εγχείρημα με απαιτήσεις – όποιο όχημα κι αν διαλέξει κανείς. Ο Γκαστόν Ντορέν θα διαλέξει σαν δικό του όχημα στον γύρο αυτό τις είκοσι επικρατέστερες, τις είκοσι «κυρίαρχες» (όπως ο ίδιος τις ονομάζει στην εισαγωγή) γλώσσες του κόσμου, εκείνες που διαθέτουν τον μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών, είτε ως μητρικές, είτε ως δεύτερες γλώσσες.

Το κριτήριό του αυτό της «κυριαρχίας» σίγουρα δεν είναι αμάχητο, είναι όμως αυτό που πιο κοντά μπορεί να φτάσει στην αμεροληψία και την αντικειμενικότητα: η δύναμη μιας γλώσσας, η κυριαρχία μιας γλώσσας  συναρτάται με τη δύναμη της οικονομίας, με την πολιτική κυριαρχία, με την παραγωγή πολιτισμικών αγαθών στη γλώσσα αυτή, με το πλήθος των γλωσσών που έχει επηρεάσει – και όχι μόνον με το πλήθος των ανθρώπων που τη μιλούν, όπως αποσαφηνίζει εξαρχής ο Ντορέν.

Σαν αποτέλεσμα της αρχικής αυτής επιλογής του, μεγάλο μέρος του βιβλίου αφορά την Ασία, στοιχείο που πιθανώς να μας ξενίζει, γιατί ως Ευρωπαίοι εξακολουθούμε να έχουμε την αίσθηση της «κυριαρχίας», αν όχι σε οικονομικό, σίγουρα όμως σε πολιτισμικό επίπεδο.  Το γεγονός ωστόσο, ότι «Ο Γύρος του Κόσμου σε 20 γλώσσες» ακολούθησε τον «Γύρο της Ευρώπης σε 60 γλώσσες» (με τον τίτλο “Lingo”, αμετάφραστο στα ελληνικά) σαφώς εξηγεί από τη σκοπιά του συγγραφέα την επιλογή ενός κριτηρίου με παγκόσμια εμβέλεια, που θα αναδείξει επομένως, αναπόφευκτα, την Ασία.

Όπως συμβαίνει και με άλλα βιβλία εκλαΐκευσης της επιστήμης με μεγαλεπήβολους στόχους, με κατ’εξοχήν παράδειγμα τον πολυμεταφρασμένο και ευπώλητο “Homo Sapiens” του Γιουβάλ Νόα Χαράρι, το κυριότερο πλεονέκτημα του βιβλίου του Ντορέν δεν είναι τελικά το πλήθος των απαντήσεων που δίνει (που είναι πολλές), αλλά ο βαθμός στον οποίο εξάπτει την περιέργεια και το πλήθος των διαβασμάτων στα οποία οδηγεί. Η «Βαβέλ» είναι, κατά την έννοια αυτή, ένα βιβλίο-πλατφόρμα, που «εκτινάσσει» τον αναγνώστη σε ακόμα περισσότερα διαβάσματα στον κόσμο των γλωσσών και των πολιτισμών που αυτές φέρουν.

Ο συγγραφέας ακολουθεί την προσέγγιση της παρουσίασης ανά γλώσσα και σε κάθε κεφάλαιο εστιάζει, παράλληλα, όχι μόνο σε μια άλλη γλώσσα, αλλά σε ένα συγκεκριμένο ερώτημα, ακολουθώντας και μια άλλη αφηγηματική τακτική: με τον τρόπο αυτό κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, αφού κάθε ένα από τα είκοσι κεφάλαια είναι, από κάθε άποψη, διαφορετικό από τα υπόλοιπα. Το κεφάλαιο της αγγλικής γλώσσας είναι γραμμένο υπό μορφή διαλόγου, το κεφάλαιο των αραβικών, κατά μεγάλο μέρος ως λεξικό. Το κεφάλαιο των ισπανικών εστιάζει στην ιδιαιτερότητα της  γλώσσας αυτής (αλλά όχι μόνο) να διαθέτει δύο ρήματα (ser, estar) που αντιστοιχούν σε πολλές γλώσσες μόνο σε ένα («είμαι»), ενώ εκείνο των γερμανικών αποδύεται σε μια προσπάθεια προσδιορισμού του τι κάνει τα γερμανικά κατά γενική ομολογία «δύσκολη γλώσσα».

Η τακτική αυτή έχει επίσης σαν αποτέλεσμα τα κεφάλαια του βιβλίου να είναι εν μέρει άνισα μεταξύ τους, καθώς επίσης και να μην μπορούν να διαβαστούν εντελώς αυτόνομα: πληροφορίες για τα ισπανικά, επί παραδείγματι, δεν περιέχονται μόνον στο κεφάλαιο περί ισπανικών, αλλά βρίσκονται κρυμμένες και στο κεφάλαιο περί της πορτογαλικής γλώσσας, που εστιάζει στο θέμα της εξάπλωσης και καθιέρωσης των γλωσσών των αποικιοκρατικών κρατών.

Ωστόσο η αίσθηση της ανισομέρειας μεταξύ των κεφαλαίων έχει κατά κύριο λόγο προσωπική βάση, αφού η εξοικείωσή μας με τις ευρωπαϊκές γλώσσες του βιβλίου (π.χ. αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά), είναι, ως επί το πλείστον, άλλη από αυτή που διαθέτουμε απέναντι στις μη ευρωπαϊκές γλώσσες, για τις οποίες, συνηθέστατα, έχουμε πλήρη άγνοια. Για παράδειγμα, δεν είναι πιθανότατα ευρέως γνωστή η  ποικιλομορφία όχι μόνο των γλωσσών, αλλά και των γραφών, που υπάρχουν στην Ινδία. Ή ως δεύτερο παράδειγμα: η ύπαρξη «επιπέδων επισημότητας» ή «μουσικού τόνου» εκφεύγει σε τέτοιο βαθμό από τις γλωσσικές μας παραστάσεις, που το να γίνει αυτή κατανοητή και μόνο ως έννοια, αποτελεί ζητούμενο – και γι΄ αυτό τα κεφάλαια του Ντορέν για τα ιαπωνικά ή τα παντζάμπι κερδίζουν τον αναγνώστη. Σε μεγάλο βαθμό άγνωστη ίσως παραμένει και η γλωσσική μεταρρύθμιση στην Τουρκία κατά τον εικοστό αιώνα, η οποία αποτέλεσε τομή στην ιστορία της γλώσσας, που πραγματοποιήθηκε σε συνάρτηση με την τομή στην ιστορία της χώρας.

Κατά παράδοξο, θα έλεγε κανείς, τρόπο, η εισαγωγή αυτή στον ατέλειωτο κόσμο της γλωσσικής ποικιλίας και των ακατάπαυστων αλλαγών κλείνει με ένα συμπέρασμα που μπορεί να μας εκπλήξει: δεν θα υπάρξει επόμενη lingua franca μετά τα αγγλικά. Είτε πραγματευόμενο εκτιμήσεις για τις μελλοντικές γλωσσικές εξελίξεις, είτε με άλλο θέμα, κάθε επόμενο βιβλίο του Ντορέν αναμένεται οπωσδήποτε με ενδιαφέρον.