Όταν σκοτώνουν τα είδωλα
Η Χάρπερ Λι ήταν πάντα ένα παράδοξο για την παγκόσμια λογοτεχνία. Κλασική συγγραφέας του «one hit wonder» που της απέφερε το βραβείο Πούλιτζερ, αλλά και για ανεξήγητη σιωπή για πάρα πολλές δεκαετίες. Δεν κατάφερε να ξεπεράσει τη δύναμη και την επιδραστικότητα του «Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια»; Έπεσε πάνω της ως βάρος ασήκωτο όταν την ονόμασαν πολύ νωρίς «Τζέιν Όστιν της Αλαμπάμα»; Ή, απλώς, δεν θέλησε ποτέ να μετρήσει το ανάστημά της με το μέτρο των λέξεων; Το βέβαιο είναι ότι το μέχρι πρότινος μοναδικό βιβλίο της αποτέλεσε ένα εκθαμβωτικό ντεμπούτο που έμεινε… ντεμπούτο. Μέχρι που εμφανίζεται το «Βάλε ένα φύλακα» να λειτουργήσει προσθετικά για πολλούς, απομαγευτικά για κάποιους άλλους. Τα παράδοξα συνεχίζονται: τούτο το μυθιστόρημα γράφτηκε πριν από τα «Κοτσύφια» κι όμως η ιστορία που διηγείται έπεται χρονικά. Τα πρόσωπα είναι τα ίδια, ο τόπος επίσης, οι καταστάσεις όμως έχουν αλλάξει δραστικά.
Διατρέχοντας κανείς τις κριτικές που έλαβε το βιβλίο από τον αγγλοσαξωνικό Τύπο θα διαπιστώσει ότι υπάρχει η αίσθηση της πληρότητας (τώρα που ολοκληρώνεται το παζλ των ανθρώπων της Λι), αλλά και μια μικρή πικρία για την απογύμνωση με την οποία «μουτζουρώνει» τη σεπτή φιγούρα του διαπρύσιου δημοκράτη Άτικους, που ως γηραιός πλέον, εμφανίζεται σοφός μεν, ρατσιστής δε.
Η Σκάουτ των «Κοτσυφιών», στον «Φύλακα» είναι η Τζιν Λουίζ, μια μεστωμένη νέα γυναίκα που έχει ανοίξει τους ορίζοντες της, ζει στη Νέα Υόρκη και το πνιγηρό Μέικομπ της Αλαμπάμα είναι πολύ μακρινός τόπος. Κάποια στιγμή επιστρέφει στο γενέθλιο μέρος για να συναντήσει τον πατέρα της που έχει χάσει την παλιά του ρώμη και το σώμα του τον προδίδει. Δεν είναι μόνο ο πατέρας της που έχει αλλάξει. Από την πολύκροτη δίκη που είχε αναλάβει ο πατέρας της, ο Άτικους, ένας μυθιστορηματικός Ρούσβελτ, εκπροσωπώντας έναν μαύρο, σχεδόν τίποτα δεν έχει μείνει ανέπαφο. Η δεκαετία του ’50 είναι καθορισμένη από τη συζήτηση γύρω από το φυλετικό ζήτημα στις ΗΠΑ, θέμα που η Λι δείχνει να ακολουθεί εμμονικά. Η Τζιν Λουίζ θα δει τον κόσμο που είχε χτίσει μέσα της να γίνεται κομμάτια. Οι βεβαιότητες της παιδικής της ηλικίας θρυμματίζονται αυτοστιγμεί όταν συνειδητοποιεί πως ο «ήρωας» της ζωής της, ο Άτικους, έχει πάψει να είναι ένθερμος κήρυκας της ισότητας μεταξύ των φυλών και έχει περάσει στην αντίπερα όχθη. Το ίδιο και ο παιδικός της φίλος και ίσως μελλοντικός σύζυγος, ο Χένρι, ο οποίος προσπαθώντας να γίνει οργανικό μέλος της κλειστής κοινωνίας αποδέχεται άκριτα τις ακραίες απόψεις της πλειοψηφίας μόνο και μόνο για να «κλειδώσει» μέσα του την αίσθηση του ανήκειν. Η Τζιν Λουίζ, επιστρέφοντας στο Μέικομπ, κινείται μεταξύ του ιδανικού παρελθόντος από το οποίο προσπαθεί να κρατηθεί επειδή δεν αντέχει το παρόν κι ενός νέου κόσμου που αναδύεται μπροστά της• τόσο νέου, όμως, που μοιάζει απαράλλαχτος και επαρχιώτικος. Οι παλιές της συμμαθήτριες είναι συμβιβασμένες, η θεία της Αλεξάνδρα είναι μια σκληροπυρηνική αρωγός της ευταξίας και της χωριάτικης αξιοπρέπειας, οι άνδρες της πόλης έχουν ξεκινήσει πόλεμο χαρακωμάτων με τους μαύρους οι οποίοι με τη σειρά τους ζητούν ολοένα και περισσότερο ζωτικό χώρο. Η Τζιν Λουίζ επαναστατεί, εξανίσταται, αντικρούει ανοιχτά τον πατέρα της («σκοτώνει» την εικόνα του μέσα της) και ο μόνος που βρίσκεται να «περιθάλψει» την οργή της και να της δείξει ολόκληρη την εικόνα μιας κοινωνίας που αρνείται το νέο και θέλει να μείνει προσκολλημένη στο «ένδοξο» παρελθόν, είναι ο σαλός της οικογένειας των Φιντς, ο θείος της, Δρ. Τζακ. Είναι εκείνος που θα την κρατήσει, την ύστατη στιγμή του φευγιού της, για να της εξηγήσει πως η έννοια της ανεκτικότητας δεν έχει να κάνει μόνο με τους αλλόφυλους ή με τους ανθρώπους άλλου χρώματος, αλλά και με τους δικούς μας. Αυτούς που δεν μπορούμε ή δεν θέλουμε να κατανοήσουμε τα κίνητρά και τις σκέψεις τους. Η Τζιν Λουίζ βρίσκεται μπροστά στο τέλος της παιδικής της ηλικίας και στην αρχή της ενήλικης ζωής της και πρέπει να αποδεχθεί πλέον τον νέο ρόλο της.
Ο «Φύλακας», σαφώς, κινείται σε μεγαλύτερα βάθη από τα «Κοτσύφια». Αν το πρώτο ήταν ένα βιβλίο παιδικών μνημών, εδώ έχουμε την αναπόδραστη ενηλικίωση να δίνει τον τόνο. Η επεξεργασία των χαρακτήρων και του κοινωνικού περίγυρου σε τούτο το βιβλίο, αναδεικνύουν μια συγγραφέα που έχει ανασηκωμένες τις αντένες της παρατήρησης δίχως να χάνει τον λυρισμό και την ανθρωπιά της. Οι λέξεις της υπάρχουν, είναι ενεργές, αλλά αποκτούν μεγαλύτερο ειδικό βάρος.
Η μετάφραση ανήκει στη Σώτη Τριανταφύλλου.