«Ήταν… αυτά να πούμε τώρα. Θα ήτανε μια μέρα πριν του αγίου Δημητρίου, ξεκίνησε την αφήγησή της σχετικά με την αναπάντεχη αλλά και ιδιαιτέρως ευχάριστη για όλους εμφάνιση του Γιώργου στην οικογενειακή κατοικία της η δεκαετής τότε Ελένη Δουτσίνη. Είχαμε στην αυλή μας εμείς καλαμπόκια απλωμένα: Τα είχαμε περάσει από τη μηχανή και το σπυρί έπρεπε να στεγνώσει. Είχε έρθει Άι Δημήτρης, υγρασίες έκανε. Και όλοι μαζεύαμε, είχε νυχτώσει και τα μαζεύαμε εκεί με τα ξύλινα τα φτυάρια, τα εργαλεία εκεί και κάποια στιγμή έρχεται ένα νέο παλικάρι και λέει, καλησπέρα θείο, καλησπέρα θεία! Και λέει η μάνα μου, θυμάμαι, ω καλώς τον Δημήτρη. Νόμισαν ότι ήταν ο Δημήτρης ο θείος σου, Κώστα. Όχι, θεία, δεν είμαι ο Δημήτρης, είμαι ο Γιώργος. (ανεβαίνει η φωνή) Αααα! Παρατήσαμε όλοι τα ξύλινα τα φτυάρια εκεί, πήγαμε, τον αγκαλιάσαμε, τον φιλήσαμε, παππούς σηκώθηκε μετά, λέει Γιωργάκης μας ήρθε, δεν μας είπε τίποτα ότι θα ‘ρχόταν. Α, λέει, πολύ που θα με βλέπατε εμένα. Εγώ ήδη είχα ξεκινήσει για τον μπαμπά μου με τη μαμά μου, λέει, αλλά μας γύρισαν κάτι Γιουγκοσλάβοι. Κι έλεγε στον παππού Χαράλαμπο, (χειρονομεί έντονα) παππού, κάτι κακοί, κάτι άσκημοι! Έκαμνε έτσι για να το καταλάβει κι ο παππούς ότι ήταν πολύ άσκημοι και πολύ κακοί. Άντε, γρήγορα, γρήγορα, είπαν η μάνα μου, ο μπαμπάς μου, να μάσουμε γρήγορα το καλαμπόκι, να το σκεπάσουμε με ένα νάιλον εκεί και να δούμε τον Γιωργάκη, που μας ήρθε» (σελ. 280-81).

Ο Κώστας Καβανόζης (γενν. 1967) ανασυνθέτει την ιστορία του θείου Βαγγέλη Βολοβότση, που γεννήθηκε το 1912 στον Ίμβρασο Ανατολικής Θράκης, εγκαταστάθηκε στο Τυχερό Έβρου, τελείωσε το Διδασκαλείο της Αλεξανδρούπολης, το 1947 βγήκε στο βουνό, πολέμησε και τραυματίστηκε στον Εμφύλιο, διέφυγε μέσω Γιουγκοσλαβίας στην Ουγγαρία, όπου δίδαξε για πολλά χρόνια τα παιδιά των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων στο χωριό Μπελογιάννης, επαναπατρίστηκε το 1981 και πέθανε το 1994 στη Θεσσαλονίκη. Και μαζί  της γυναίκας του, της Ευανθίας Κανάρια, δασκάλας επίσης, και του γιου τους Γιώργου (γενν. 1940). Η ανασύνθεση της ιστορίας που αποτελεί τον βασικό κορμό του μυθιστορήματος γίνεται εξ ολοκλήρου από έγγραφα αρχείων, δημοσιεύματα εφημερίδων, αποσπάσματα εκδοθέντων βιβλίων και αναρτήσεις στο διαδίκτυο, δημόσια έγγραφα, προσωπικές καταγραφές και ηχογραφήσεις, και ο συγγραφέας παρεμβάλλει τη δική του φωνή  μόνο όταν είναι απαραίτητο, όπως στην αρχή σε ένα ταξίδι με τους γονείς του στον Έβρο τον Ιανουάριο του 2015, ή παρεμβαίνει για να δώσει κάποιες διευκρινίσεις ή για να επισημάνει ορισμένα σημεία όπου διάφορες εκδοχές μπορεί να αντιφάσκουν. Μια δεύτερη ιστορία «τρέχει» παράλληλα με τον βασικό κορμό και τα νήματα που τη συνδέουν με την κεντρική ιστορία θα μας «αποκαλύψει» πολύ αργότερα στη διαδρομή του μυθιστορήματος ο Καβανόζης: εκείνη της συντριβής ενός αεροπλάνου της Ολυμπιακής, που εκτελούσε την πτήση Αθήνα-Θεσσαλονίκη, στις 29 Οκτωβρίου 1959.

Πρόκειται ουσιαστικά για ένα μυθιστόρημα-ντοκουμέντο. Στο εξώφυλλο, μια οικογενειακή φωτογραφία: απεικονίζονται ένας άνδρας, μία γυναίκα και στη μέση ένα αγόρι. Στη δεξιά πλευρά, όπως κοιτάμε το βιβλίο, μια μεγάλη γραμμή, ένα «τσάκισμα», διατρέχει το εξώφυλλο από πάνω μέχρι κάτω και χωρίζει τη φωτογραφία σε δύο ανισομερή κομμάτια. Δεν θα βρείτε ωραιοποιημένες οικογενειακές στιγμές εδώ, ούτε εξιδανικευμένες ιστορίες αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης. Κομμάτια της ελληνικής και της τοπικής ιστορίας παρουσιάζονται με έναν τρόπο αναγκαστικά μη γραμμικό και όποια προσωπικά στοιχεία παρεισφρέουν αποτελούν και αυτά τμήμα μιας ευρύτερης ιστορίας, προσεκτικά τεκμηριωμένης. Κι ωστόσο, επειδή «ο κόσμος είναι όλα όσα συμβαίνουν» (Λούντβιχ Βιττγκενστάιν), όπως λέει το μότο του βιβλίου, από αυτή την τόσο σκληρή, τις πιο πολλές φορές, πραγματικότητα, μπορεί να αναβλύσει η αγάπη, η πίστη σε έναν σκοπό,  στη συνέχεια της ζωής.