Τρυφερή είναι η λογοτεχνία
Ο κοινός τόπος της αφηγηματολογίας μέσω των λογοτεχνικών συσσωματώσεων ανά τους αιώνες, η βασική μορφολογία των ηρώων που έχουν μείνει στην ιστορία και η αρχετυπική δομή των ιστοριών που τους περιβάλλουν, οδηγούν στο αυτό ρεύμα: στις σχέσεις των ανθρώπων, τι άλλο;
Ο εμπρηστικός πόνος των χωρισμών, η λαμπρή ενσάρκωση των συναισθημάτων, η αποκαρωμένη καρδιά τους από την αγάπη, ο καταρράκτης των γεγονότων που τους μετατρέπει από κοινά υποκείμενα μιας κοινωνίας (της οποιασδήποτε κοινωνίας) σε τερπνές ενσαρκώσεις που διαλάμπουν και στέκουν ως έλλογα μέτρα μιας εποχής.
Όλα αυτά υπάρχουν και θα συνεχίσουν να υπάρχουν εις το διηνεκές, τα αναγνωρίζει κανείς με την πρώτη ματιά, βρίσκονται εν σπέρματι σε κάθε μυθιστόρημα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Ας στοχαστούμε λοιπόν επ’ αυτού: γιατί κάποια έργα μένουν; Τι το περισσότερο προσφέρουν στο προφανές των εννοιών; Επί του προκειμένου: γιατί το «Τρυφερή είναι η νύχτα» κατατάσσεται από πάρα πολλούς μελετητές στην ακριβή χορεία των 100 καλύτερων μυθιστορημάτων του αιώνα;
Υπάρχει κάτι ιδιαίτερο στον ψυχίατρο Ντικ Ντάιβερ, την καταρρέουσα γυναίκα του Νικόλ και την ανερχόμενη στάρλετ του σινεμά Ρόζμαρι; Πρόκειται για ένα κλασικότροπο menage a trois, για να μην έχουμε καμία αμφιβολία. Κι όμως, η απάντηση είναι εύκολη: είναι ο Φ.Σ. Φιτζέραλντ που μετατρέπει, αίφνης, τούτο το έργο σε μια λογοτεχνική «εξοχότητα».
Είναι ο τρόπος και το ύφος, είναι η μεταβλητότητα της σύνθεσης και οι αμφιβολίες που τον τρόχισαν. Από την πρώτη στιγμή που τυπώθηκε το συγκεκριμένο μυθιστόρημα στήθηκε ένας ανοιχτός διάλογος για το αν είναι σπουδαίο βιβλίο ή όχι. Για την ιστορία χρειάζεται να σημειωθεί πως ο Φιτζέραλντ πέρασε από μύρια κύματα αναθεωρήσεων μέχρι να πει το «τυπωθήτω». Η υποδοχή από τους συγκαιρινούς του ακολούθησε τεθλασμένη πορεία. Ο Χέμινγουεϊ τον κατηγόρησε ότι δεν έπαιξε τίμιο παιχνίδι. Οι περισσότεροι τον έψεξαν πως άφησε πολλά ζητήματα να αιωρούνται, με κυριότερο την ολική κατάρρευση του Ντικ, την οποία δεν κατάφερε να εξηγήσει.
Έστω και έτσι το «Τρυφερή είναι η νύχτα» είναι σαφώς πιο σκοτεινό και ανοιχτό σε εκδοχές μυθιστόρημα σε σχέση με τον «Μεγάλο Γκάτσμπι». Είναι φανερό πως ο Φιτζέραλντ, σε πλήρη αντίθεση με τα μεγάλα λογοτεχνικά ρεύματα που άρχισαν να ρέουν στην εποχή του, προσπαθεί να μιλήσει μια ολότελα δική του γλώσσα. Να αφηγηθεί τον μύθο μιας γενιάς που εκείνος επινοεί και μορφοποιεί. Πάλι για την ιστορία να σημειώσουμε πως ο Φιτζέραλντ ερανίζεται τη ζωή δύο πραγματικών ανθρώπων, φίλων του, για να συνθέσει το βασικό δίπολο του έργου: τον Ντικ και τη Νικόλ, μόνο που στην πορεία του έργου, όπως παραδέχθηκε και ο ίδιος, οι ήρωες ενσάρκωσαν τη δική του ζωή και της γυναίκας του Ζέλντα.
Μιλάμε για τη δεκαετία του 1920, λίγο μετά το τέλος του Μεγάλου Πολέμου με ό,τι αυτός άφησε στις ψυχές των ανθρώπων. Ο Ντικ και η Νικόλ κουβαλούν τα δικά τους συναισθηματικά φορτία. Ο πρώτος είναι ένας ψυχίατρος που όμως δεν μπορεί να περπατήσει στο δεσμευτικό πλαίσιο της επιστήμης του, ενώ η δεύτερη διαθέτει μια βαθύτατα ταραγμένη ψυχή γεμάτη παιδικά τραύματα που την οδηγούν σε προϊούσα ψυχοπάθεια. Προσπαθούν να σκεπάσουν τα μυστικά και τις αμυχές τους με ξέφρενα ταξίδια σε ονομαστά θέρετρα της Ευρώπης, σε λαγαρά πάρτι όπου το ποτό ρέει, το φλέγμα σπινθηρίζει και η ζωντάνια είναι βρυχώμενη, αλλά συνάμα και απατηλή. Η οικονομική επιφάνεια της Νικόλ επιτρέπει τέτοιου είδους ακριβές τέρψεις που όμως δεν οδηγούν πουθενά. Η εμφάνιση της ευειδούς, νεαρής και επιθυμητής ηθοποιού Ρόζμαρι θα λειτουργήσει ουσιαστικά ως ο απαραίτητος σπινθήρας που θα βάλει φωτιά στο ζευγάρι.
Ο Ντικ, ένας τραχύς και ρομαντικός γόης, θα υποκύψει στα θέλγητρά της, τη στιγμή που η Νικόλ καταπέφτει και ξανασηκώνεται μέσω ενός άλλου άνδρα που θα λειτουργήσει μέσα της ως καινούργιο αποκούμπι. Καμία σχέση, ουσιαστικά, δεν ευοδώνεται, καθώς οι ψυχές πλέουν σε ταραγμένα νερά που δεν τους επιτρέπουν να ζήσουν το πάθος σε όλο το εύρος του.
Ο Φιτζέραλντ ενδοσκοπεί αυτά τα πρόσωπα, μπαίνει μέσα τους, εισχωρεί στην πιο βαθιά πτυχή της οντότητάς τους. Είναι σαν οι λέξεις του να περπατούν στο εσωτερικό τοπίο των ηρώων καίτοι δεν λείπουν οι «εξωτερικές» απεικονίσεις που έχουν την υφή ζωγραφικών συνθέσεων. Χρησιμοποιώντας αντιστικτικά τον λυρισμό με το γκροτέσκο και τον ρομαντισμό με την εδραία κυνικότητα, ο Φιτζέραλντ δίνει τον τόνο μιας ολόκληρης γενιάς που προσπαθεί να ζήσει ανέμελα αν και γνωρίζει πως όλο τούτο ο όνειρο κρύβει μέσα του τον «ιό» της απάτης.
Αν ο «Μεγάλος Γκάτσμπι» είναι το tour de force του Φιτζέραλντ, το «Τρυφερή είναι η νύχτα» είναι μια δήλωση πίστης του συγγραφέα από την οποία όχι μόνο δεν άφησε εκτός δράσης τη δική του παραγμένη ζωή, αλλά αντιθέτως την τοποθέτησε μέσα στο κάδρο. Είναι τελικά ένα σημαντικό βιβλίο; Ναι, είναι! Αναμφίβολα είναι και τούτο διότι μεταβάλλει τις συνθήκες της λογοτεχνίας σε χρόνο και τόπο. Ανοίγει έναν δρόμο πάνω στον οποίο περπάτησαν τα κατοπινά χρόνια εκατοντάδες συγγραφείς. Ο Φιτζέραλντ ήταν πάντα ο ποιητής των μπουρζουάδων, όπως γράφει και ο Μάλκομ Κόουλι στο “New Republic”. Ο μοναδικός που κατάφερε να προσδώσει στη ζωή της ανώτερης τάξης τη σαρκωμένη λάμψη. Μόνο που εκείνος πάντα έστεκε μέσα και έξω από όλη αυτή την κατασκευή. Σαν να ήταν μια διπλή προσωπικότητα που πάντα είχε την αμφιβολία αν διέθετε την επικύρωση της γενιάς για την οποία ήθελε να γράψει.
Για τη μετάφραση της παρούσας έκδοσης από τον Μιχάλη Μακρόπουλο, μόνο καλά λόγια μπορεί να γράψει κανείς. Κρατάει όλη την ποιητικότητα και τη βαθιά ενατένιση του κειμένου με τρόπο θαυμαστό και τη μεταφέρει σε άψογα ελληνικά.