Μνήμη, ένας τρόπος να γυρίζεις σπίτι

Ο Χιλιανός Alejandro Zambra (γεννημένος στο Σαντιάγο το 1975) στο τελευταίο του μυθιστόρημα επιλέγει να γυρίσει πίσω, στο παρελθόν, στο ατελείωτο πεδίο των παιδικών-εφηβικών αναμνήσεων, αυτών που όλοι φυλάμε μέσα μας με προσοχή, διστάζοντας συχνά να παραδεχτούμε πόσο πολύ μας (καθ)ορίζουν.

Το σύντομο μυθιστόρημα με τον τίτλο «Τρόποι να γυρίζεις σπίτι» ξεκινά με τον αφηγητή να θυμάται τον μεγάλο σεισμό του 1985, αυτόν που συγκλόνισε τη χώρα και που έβγαλε όλο τον κόσμο στους δρόμους, δίνοντας την ευκαιρία σε ανθρώπους να έρθουν πιο κοντά. Έτσι, και ο μικρός τότε αφηγητής γνωρίζει τη λίγο μεγαλύτερή του Κλαούδια, η οποία θα του αναθέσει μια αποστολή. Τον βάζει να παρακολουθήσει τον γείτονά του, τον Ραούλ, και να της δίνει αναφορά για τις κινήσεις του. Η φιλία που αναπτύσσεται ανάμεσα στα δύο παιδιά, όμως, τελειώνει γρήγορα και άδοξα. Στο επόμενο μέρος του μυθιστορήματος ανακαλύπτουμε ότι όσα διαβάσαμε είναι ένα μέρος από ένα μυθιστόρημα, με τον συγγραφέα του να προσπαθεί να το ολοκληρώσει, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να ξεπεράσει τον χωρισμό από τη γυναίκα του και να προσδιορίσει το δικό του παρελθόν, τη δική του παιδική ηλικία.

Ο Zambra επιλέγει να αναπτύξει το θέμα του μέσα από μια σύντομη φόρμα. Χωρίζει την ιστορία σε τέσσερα μέρη στα οποία εναλλάσσονται τα κεφάλαια του μυθιστορήματος και η αφήγηση του συγγραφέα του. Συνδετικός κρίκος είναι η μνήμη, αυτή η άπιαστη ανάσα που μας γυρίζει πίσω, ακόμα και πίσω στο σπίτι, για να αναζητήσουμε απαντήσεις σε ερωτήματα που τότε δεν είχαν τεθεί, αλλά τώρα ζητούν απάντηση. Με αυτό τον τρόπο ο συγγραφέας και ο αφηγητής επιδιώκουν να μάθουν τι σήμαινε η σιωπή των γονιών, τότε, στο παρελθόν το σημαδεμένο από τη δικτατορία του Πινοτσέτ. Ήταν η σιωπή τους φόβος ή μήπως ήταν μια σιωπηλή αποδοχή; Μπορεί αυτή η σιωπή να καθορίσει τη ζωή κάποιου που τότε ήταν παιδί και πιθανόν δεν συνειδητοποιούσε το μέγεθος των καταστάσεων; Ο Zambra ρωτάει και αναρωτιέται. Και θα έρθει ένας άλλος σεισμός, το 2010, για να τον κάνει να ψάξει ακόμα μια φορά τον δρόμο για το σπίτι, όχι πια για να θυμηθεί, αλλά για να βρεθεί… εκεί, στο σπίτι.