Εν τω ξηρώ τόπω
Τον λένε Μπρις Ντέξτερ Τζον Πάνκεϊκ. Το όνομά του γράφτηκε λάθος (με απόστροφο) στην πρώτη ιστορία του που είδε δημοσιευμένη και έκτοτε το άφησε έτσι. Στις 8 Απριλίου 1979, σε ηλικία 26 ετών, αποφάσισε πως δεν πήγαινε άλλο και είπε «αντίο» σε τούτο τον κόσμο. Ένας πυροβολισμός κατά πάνω του κι αυτό ήταν. Έγραψε μόλις 12 διηγήματα. Δεν πρόλαβε να τα δει να συγκομίζονται σε ένα βιβλίο. Η Τζόις Κάρολ Όουτς είδε μέσα από τις λέξεις του να ξεπηδάει η πρώιμη ορμητικότητα ενός Χέμινγουεϊ. Ο Κερτ Βόνεγκατ συμπλήρωσε πως είναι ό,τι καλύτερο έχει διαβάσει. Η Μάργκαρετ Άτγουντ έκανε λόγο για μια γραφή ασθμαίνουσα, που μένει χαραγμένη στο μυαλό. Εσχάτως ο New Yorker τον έβγαλε από τη σκόνη του χρόνου. Ο Τζον Μπερνσάιντ έγραψε στον Guardian έναν διθύραμβο για τον άγνωστο Πάνκεϊκ και για τη συλλογή του που φέρει τον παράξενο, αλλά άκρως ενδιαφέροντα, τίτλο «Τριλοβίτες» (σ.σ.: απολιθώματα ασπόνδυλων ζώων της Κάμβιας περιόδου). Ποιος είναι, τελικά, ο Πάνκεϊκ και γιατί πρέπει να μας «κλείσει» το μάτι με το βιβλίο του;
Δεν ξέρω αν υπάρχει απάντηση: ο Πάνκεϊκ δεν φέρνει κάτι νέο στη λογοτεχνία. Ο αέρας του κουβαλάει μνήμες από όλη την κραταιά παράδοση της αμερικανικής λογοτεχνίας. Είναι μάστορας των μικρών ιστοριών, ούτε λόγος. Μα, είναι ο μόνος που μας έρχεται με αυτά τα… παράσημα από την άλλη άκρη του Ατλαντικού;
Απάντηση: αυτό που τον κάνει ξεχωριστό είναι η αυθεντικότητά του. Ο Πάνκεϊκ δεν υποκρίνεται ότι γνωρίζει τους ανθρώπους για τους οποίους γράφει – τους γνωρίζει, είναι ένας από αυτούς. Δεν επινοεί έναν τόπο για να τους τοποθετήσει. Στην περίπτωσή του δεν έχουμε να κάνουμε με μια «Proulxland» ή για μια φωκνερική «Γιοκναπατάφα».
Ο Πάνκεϊκ είναι γέννημα θρέμμα της Δυτικής Βιρτζίνια. Τα Απαλάχια Όρη είναι μέρος της ιστορίας του. Ο άνυδρος τόπος, ο ομιχλώδης, ο εχθρικός και άγονος, ο τόπος που έχει μόνο ορυχεία, σκούρο ήλιο, σύννεφα απειλητικά, χιόνι πυκνό και ζώα (πολλά ζώα), είναι ο τόπος του. Τον οικειοποιείται, τον κουβαλάει σαν άχτι και άχθος. Το ίδιο και οι ήρωές του. Κι αυτοί φέρουν τα ίδια «χρώματα» με τον τόπο που τους γέννησε. Άξεστοι, αδροί, εχθρικοί, παρατημένοι, γεμάτοι σεξουαλικές ορμές που δεν βρίσκουν καταφύγιο παρά μόνο σε ονειρώξεις, πληρωμένα δοσίματα και βίαιες επιθέσεις στο άλλο φύλο. Είναι άνδρες, κατ’ ουσίαν, ανυπεράσπιστοι μέσα στη γούβα του εαυτού τους. Θέλουν να φύγουν από αυτό τον τόπο, αλλά δεν τα καταφέρνουν. Κανείς δεν καταφέρνει να το κάνει κι όποιος, τελικά, είναι πιο τυχερός και αποχωρίζεται τη Δυτική Βιρτζίνια, την κουβαλάει για πάντα μέσα του. Στο τέλος επιστρέφει σ’ αυτήν με τσακισμένα φτερά.
Ναι, ο Πάνκεϊκ είναι ένας αυθέντης του ανθρώπινου χαμού, της βαθμιαίας αποκτήνωσης, της εσωτερικής εξορίας που μοιάζει –και είναι– χειρότερη και από τις σκληρές και απάτητες ανοιχτωσιές της Δυτικής Βιρτζίνια. Οι άνθρωποί των ιστοριών του (ας αφήσουμε καλύτερα τον όρο «ήρωες») είναι θρήσκοι όπως και ο καθολικός Πάνκεϊκ. Αρκετοί τίτλοι των διηγημάτων έχουν άμεση σχέση με την Παλαιά Διαθήκη. Μόνο που πρόκειται για μια στρεβλή θρησκευτικότητα που οδηγεί σε μιζέρια, σκληροπυρηνικές τάσεις κι έναν συντηρητισμό μισαλλόδοξο και ελάχιστα… χριστιανικό. Είναι άνθρωποι μονοδιάστατοι μέσα στην κούφια ζωή τους. Ανθρακωρύχοι, μεροκαματιάρηδες, με μπατάλικες ζωές, με γάμους που στερούνται αγάπης, με παιδιά που δεν είδαν ποτέ γονείς και έζησαν σε ορφανοτροφεία, βίαιοι απέναντι σε όλους: στον ίδιο τους τον εαυτό, στους φίλους τους, στον ξένο, στα ζώα τους που υφίστανται την άλογη βία των ανθρώπων, έτσι για να περάσει η ώρα, η ημέρα, η στιγμή. Μια μποτίλια ουίσκι είναι ικανή να ανάψει τα αίματα και να προκαλέσει τις μεγαλύτερες συμφορές. Ο Πάνκεϊκ ούτε τους κατακεραυνώνει, ούτε τους συμπονά, όμως τους παρατηρεί, εισχωρεί μέσα στους βρομισμένους πόρους του δέρματός τους. Το κάνει και για τον ίδιο του τον εαυτό: είπαμε, είναι ένας από αυτούς, δεν τους κοιτάζει από ψηλά. Δεν ενδύεται έναν ρόλο που δεν μπορεί να τον υποδυθεί.
Η γλώσσα και το ύφος των ιστοριών είναι ανάλογο με το τοπίο και τους ανθρώπους (άλλη μια ένδειξη αυθεντικότητας). Με… μη λογοτεχνικά μέσα –ή, έστω, με τα ελάχιστα δυνατά–, οι «Τριλοβίτες» εκτινάσσονται στον αέρα και σκάνε. Έχουμε να κάνουμε με μια γλώσσα λιτή, τραχιά, ανεπεξέργαστη, γιατί μόνο έτσι μπορεί να είναι, γεμάτη ιδιωματισμούς, με έντονο το στοιχείο της προφορικότητας. Η αντι-λογοτεχνία του Πάνκεϊκ γίνεται τελικά τόσο ορθά λογοτεχνική επειδή ακριβώς αποτυπώνει αυτό που έχει αποφασίσει από την αρχή να κάνει. Είναι αντανάκλαση του τόπου, του ατόμου, της συγκυρίας, του χρόνου και της στιγμής. Ναι, και ο Χέμινγουεϊ στα «Χιόνια του Κιλιμάντζαρο» κάπως έτσι έγραφε. Όταν ακόμη δεν είχε αποφασίσει να το… παίξει σκληρό αντράκι.
Κανείς δεν ξέρει πώς θα εξελισσόταν ο Πάνκεϊκ αν άντεχε λίγο ακόμη τη ζωή του. Ποιες άλλες ιστορίες θα μπορούσε να μας δώσει; Θα έπεφτε στη δίνη της τυπολογίας ή θα κατάφερνε να δημιουργήσει ένα σύμπαν ευδιάκριτο και εμβριθές; Δεν υπάρχει απάντηση. Κανείς δεν την έχει να μας τη δώσει. Τούτο το μικρό δείγμα, όμως, είναι σαν ένα φύσημα που σε παρασέρνει, σαν μια γροθιά που σε βρίσκει στα γεμάτα. Αυτό το βιβλίο πρέπει να διαβαστεί, πρέπει να διαβαστεί, πρέπει να διαβαστεί.
Ο Γιάννης Παλαβός, πολύ καλός διηγηματογράφος και ο ίδιος, πετυχαίνει το εξής: αποφασίζει εξαρχής να μεταφράσει τον Πάνκεϊκ δίχως να τον προδώσει, αλλά και δίχως να πέσει στην παγίδα της μεταφοράς αμερικανικών ιδιωματισμών σε ελληνικά που δεν βγάζουν νόημα (ας θυμηθούμε τι έχει «πάθει» ο Φώκνερ στα μέρη μας). Αφήνει τις ανάσες του κειμένου αναλλοίωτες και όπου πρέπει να παρέμβει, το κάνει με συγγνωστό τρόπο. Πρόκειται για μια μετάφραση που σου επιτρέπει να εισχωρήσεις στον κλειστό τόπο αυτών των διηγημάτων.