Ο Βασίλης Βασιλικός γεννήθηκε στην Καβάλα το 1934. Σπούδασε στο Αμερικάνικο Κολέγιο Ανατόλια (Θεσσαλονίκη), τη Νομική Σχολή (ΑΠΘ) και στo Yale University – Drama School, SRT – School of Radio and Television (Νέα Υόρκη). Εργάστηκε ως σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ, σεναριογράφος, δημοσιογράφος, συγγραφέας. Διετέλεσε αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής στην ΕΡΤ-1 (1981-1984), πρέσβης εκ προσωπικοτήτων της Ελλάδας στην Ουνέσκο (1996-2004), πρόεδρος της Εταιρίας Συγγραφέων (2001-2005). Η Τριλογία «Το Φύλλο, το Πηγάδι, τ’Αγγέλιασμα» γράφτηκε το 1961 και η παρούσα επιγράφεται ως η οριστική έκδοση με τη συγκατάθεση του συγγραφέα.

Πρόκειται για τρεις νουβέλες έκτασης περίπου εκατό σελίδων η καθεμιά που έχουν ως ήρωα έναν νεαρό άνδρα: τον Λάζαρο στο «Φύλλο», τον Θάνο στο «Πηγάδι» και τον Άγγελο στο «Αγγέλιασμα». Η πρώτη διαδραματίζεται στη Θεσσαλονίκη, η δεύτερη σε ένα κοντινό νησί (μάλλον τη Θάσο) και η τρίτη…. στον ουρανό. Στο «Φύλλο», ένας τελειόφοιτος της Γεωπονικής που μένει με τους γονείς του σε μια από τις καινούριες πολυκατοικίες της πόλης αποκτά επιτέλους ένα μεγαλύτερο, δικό του δωμάτιο. Ενώ διαβάζει για το πτυχίο και απολαμβάνει τη μοναξιά του περιπλανώμενος στις συνοικίες της Πάνω Πόλης, έλκεται από ένα πράσινο φυτό, το περίφημο φύλλο, που κρατάει στην αγκαλιά της μια κοπέλα και το ίδιο βράδυ μπαίνει κρυφά στην αυλή του σπιτιού και το κλέβει για να το μεταφέρει στο δωμάτιό του. Το βάζει σε περίοπτη θέση και το φροντίζει, αναπτύσσοντας μια σχεδόν παθολογική σχέση μαζί του. Όταν η οικογένειά του φεύγει για διακοπές, κλείνεται στο σπίτι και δεν έχει άλλη έγνοια από το Φύλλο. Εκείνο αναπτύσσεται προς όλες τις κατευθύνσεις, μέσα και έξω από το διαμέρισμα, προκαλώντας την ενόχληση στην αρχή, τον τρόμο έπειτα των ενοίκων της πολυκατοικίας που αποφασίζουν να αναλάβουν δράση. Στο «Πηγάδι», ο Θάνος φθάνει με τους γονείς του στο νησί που περνάνε συνήθως τα καλοκαίρια και την επομένη νωρίς το πρωί αναλαμβάνει να οδηγήσει τη νεοφερμένη υπηρέτρια στην άκρη του οικογενειακού κτήματος όπου βρίσκεται ένα πηγάδι για να φέρουν νερό. Στο δρόμο τής διηγείται την ιστορία του πηγαδιού και την προειδοποιεί για τους κινδύνους που παραμονεύουν κατά την προσέγγισή του καταφέρνοντας, αντί να καθησυχάσει την κοπέλα όπως ήταν ο σκοπός του, να την τρομάξει περισσότερο. Τη μυστηριακή ατμόσφαιρα εντείνει η παρουσία του γέρου κηπουρού που από το παράθυρο του μηχανοστασίου τους παρακολουθεί παρεμβαίνοντας κατά διαστήματα στη συζήτησή τους. Οι δύο νέοι φθάνουν τελικά στο πηγάδι και μη βρίσκοντας νερό αναγκάζονται να κατέβουν όλο και πιο βαθιά. Στο «Αγγέλιασμα», ο ήρωας έχει πεθάνει και βρίσκεται στον ουρανό όπου εκπαιδεύεται για να γίνει άγγελος. Η θητεία του στη Σχολή Εφέδρων Αγγέλων Ουρανού μοιάζει με στρατιωτική υπηρεσία: έχει αυστηρή πειθαρχία, νέους και παλιούς που κάνουν καψώνια, βαθμοφόρους που ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλον, έναν Θεό με απαστράπτοντα γαλόνια, άτεγκτα στρατοδικεία, περιστολή ατομικών ελευθεριών και μοναξιά. Στο λίγο ελεύθερο χρόνο που του μένει από τις ασκήσεις, γράφει στην κοπέλα του που η σχέση τους διακόπηκε με απόφαση και των δυο. Γνωρίζει τον «αταίριαστο» Ασήμη που οι αντισυμβατικές απόψεις του θα γίνουν αιτία να αποπεμφθεί από τη σχολή. Τότε μόνο θα γίνει κανονικός άγγελος, όταν λυθεί οριστικά από τα ανθρώπινα δεσμά του και ενωθεί με το φως – αυτό το φως, πέρα από Γη και Ουρανό, Θεό και Ανθρώπους, είναι η απάντηση στα υπαρξιακά ερωτήματά του.

Με παραστατική γλώσσα, που ενσωματώνει χωρίς να ξενίζει λέξεις και εκφράσεις της «ντοπιολαλιάς» της Θεσσαλονίκης ή και της Βόρειας Ελλάδας γενικότερα, ο Βασιλικός παρουσιάζει τρεις ιστορίες με κοινό θέμα οι οποίες διακρίνονται για την πρωτοτυπία της έμπνευσής τους και τη στερεότητα της δομής τους. Είναι φανερό ότι ο συγγραφέας χρησιμοποιεί σύμβολα για να μεταφέρει αυτό που θέλει να πει. Τα σύμβολα αυτά δεν είναι μονοσήμαντα, όπως φαίνεται και από την ανάγνωση των κριτικών παρουσιάσεων της Τριλογίας, οι οποίες ενσωματώνονται στην παρούσα έκδοση. Θα αφήσουμε σε άλλους, πιο ειδικούς, να κρίνουν την εγκυρότητα αυτών των αναλύσεων, καθώς και το αποτέλεσμα του μόχθου του Αριστοτέλη Σαΐνη που έκανε τη φιλολογική επιμέλεια και τις διορθώσεις. Για μας, τους αναγνώστες της Τριλογίας σαράντα και πλέον χρόνια μετά την πρώτη έκδοσή της, «Το Φύλλο, Το Πηγάδι, Τ’Αγγέλιασμα» μαρτυρούν την αγωνία ενός νέου, που έχει στις αποσκευές του τις εμπειρίες του τελευταίου μεγάλου πολέμου και ζει χωρίς να βαρυγκομεί στην εποχή του, να βρει το νόημα της ύπαρξης. Κι αυτή η αγωνία μετουσιώνεται με έναν τρόπο που μόνο το πηγαίο ταλέντο μπορεί σε ένα έργο υψηλής λογοτεχνικής αξίας.