Οικογενειακό έπος και μαρτυρία για την μετεπαναστατική Κούβα

Ο Μεξικανός Γκονσάλο Σελόριο (γεν. 1948), μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος, είναι καθηγητής της Σχολής Φιλοσοφίας του Αυτόνομου Εθνικού Πανεπιστημίου του Μεξικού, όπου κατέχει την έδρα της Ιβηροαμερικανικής Λογοτεχνίας. Έχει δημοσιεύσει δέκα βιβλία, μεταξύ των οποίων δοκίμια για τη λογοτεχνία και την αρχιτεκτονική. Έχει τιμηθεί με το εθνικό βραβείο μυθιστορήματος IMPAC-Conarte-ITESM (Μεξικό, 1999).

Οι «Τρεις όμορφες Κουβανές» είναι ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, με την έννοια ότι αναφέρεται στην ιστορία της οικογένειας (από την πλευρά της μητέρας) του συγγραφέα και στις συχνές επισκέψεις του στην Κούβα σε διάστημα τριάντα χρόνων. Η Μπιρχίνια, η μεσαία από τις τρεις όμορφες Κουβανές αδελφές, βλέπει για πρώτη φορά τον Μιγέλ Σελόριο σε ένα σινεμά της Αβάνας το 1921, σε ηλικία 15 ετών. Ο χαμηλόβαθμος διπλωματικός υπάλληλος της μεξικανικής πρεσβείας στην Αβάνα θα ερωτευθεί αμέσως αυτό το κορίτσι αριστοκρατικής καταγωγής και θα εξασφαλίσει τη συγκατάθεση της δυναμικής γιαγιάς Αντόνια και του ήπιου παππού Γκονσάλο για το γάμο τους. Θα ζήσουν μαζί πολλά χρόνια, θα κάνουν δώδεκα παιδιά και θα αλλάξουν πολλές φορές κατοικία (και χώρα) μέχρι να εγκατασταθούν οριστικά στο Μεξικό. Ο Γκονσάλο Σελόριο είναι το προτελευταίο από τα παιδιά και ο νεότερος γιος τους. Θα επισκεφθεί για πρώτη φορά την πατρίδα της μητέρας του το 1974, σε ηλικία 27 ετών, ως μέλος μιας επίσημης μεξικανικής αντιπροσωπείας. Σε εκείνο το πρώτο ταξίδι στην Κούβα θα συναντήσει τις αδελφές της μητέρας του, την πρωτότοκη Ροσίτα, όμορφη ακόμα, παρά τα χρόνια και τις στερήσεις που έφερε η επανάσταση και τη νεότερη Άνα Μαρία, χήρα έπειτα από δύο γάμους, που ζει σε ένα παλιό αρχοντικό με την πρώην υπηρέτριά της Ίλντα και έχει μετατραπεί σε φανατική (από φόβο;) οπαδό του Κάστρο.

Στο πρώτο μέρος, τα κεφάλαια που αφηγούνται γραμμικά την ιστορία των τριών Κουβανών εναλλάσσονται με εκείνα που αναφέρονται στα ταξίδια του Σελόριο στην Κούβα. Η αφήγηση γίνεται εκ περιτροπής στο δεύτερο και το πρώτο πρόσωπο αντίστοιχα. Δεν είναι τυχαίο που το τελευταίο κεφάλαιο του μέρους αυτού είναι ένα γράμμα που η Άνα Μαρία στέλνει «κρυφά» στην Μπιρχίνια μετά το θάνατο της Ίλντα  που προμηνύει και το δικό της τέλος. Στο δεύτερο μέρος, αν και ακολουθείται γενικά το ίδιο σχήμα, ο συγγραφέας επανέρχεται στην οικογενειακή ιστορία με έναν τρόπο πιο προσωπικό, φωτίζοντας στιγμές που είχαν αναφερθεί επιγραμματικά προηγουμένως, όπως ο θάνατος του εξαδέλφου του Χουανίτο και της αδελφής του Τέρε σε αυτοκινητικό δυστύχημα στο Μεξικό. Η γραμμικότητα της αφήγησης διακόπτεται από τα φλας μπακ: την ίδια στιγμή που ο ώριμος Γκονσάλο γνωρίζεται με τους συγγραφείς της Κούβας και συμμετέχει στις προσπάθειες για πολιτισμικό-εκπαιδευτικό «άνοιγμα» και στενότερη συνεργασία με το φιλελεύθερο πανεπιστήμιο του Μεξικού, που δεν ευοδώνονται τελικά, ο εικοσάρης Σελόριο μπαίνει στο πανεπιστήμιο και συμμετέχει σε φοιτητικές ομάδες και στην πολιτικοποίηση της εποχής. Το περιγραφικό, σχεδόν δημοσιογραφικό στυλ του πρώτου μέρους γίνεται λυρικό στο δεύτερο, ενώ οι αναφορές στη ζωή και  το έργο των κουβανών συγγραφέων πληθαίνουν, δίνοντάς μας ένα καλειδοσκόπιο της λογοτεχνικής παραγωγής της Κούβας. Το δεύτερο πρόσωπο σχεδόν εγκαταλείπεται ή, μάλλον, εξομαλύνεται: είναι το μυθιστόρημα που «μιλάει» στο συγγραφέα, που απαιτεί απ΄αυτόν να συγγράψει το  οικογενειακό έπος, περιλαμβάνοντας και την «Παρένθεση» των απομνημονευμάτων της θείας Ροζίτα που τελείωσε τις μέρες της σε γηροκομείο του Μαϊάμι.

«Οι τρεις όμορφες Κουβανές» είναι ένα βιβλίο  για την Κούβα πριν και μετά την Επανάσταση (1959), τους ποιητές και τους μυθιστοριογράφους της. Πάνω απ΄όλα, όμως, είναι το μυθιστόρημα μιας οικογένειας με πολλούς απογόνους και βαθιές ρίζες στον ισπανόφωνο κόσμο. Η έκδοση στα ελληνικά συνοδεύεται από κατατοπιστικές σημειώσεις της μεταφράστριας.