Τρεις ανθρώπινες ιστορίες

Τον Αμερικανό συγγραφέα Χέρμαν Μέλβιλ (1819-1891), όλοι τον γνωρίζουμε ως δημιουργό του κλασικού αριστουργήματος ”Μόμπυ Ντικ”. Τα τρία όμως διηγήματα στην παρούσα έκδοση μάς γνωρίζουν μια άλλη πλευρά του ταλέντου του: από τις περιπέτειες στις άγριες θάλασσες και τις ακραίες καταστάσεις που εξιστορούνται στα περισσότερα γραπτά του -βασισμένες και στην πολύχρονη εμπειρία του ως ναυτικού-, στρέφει το βλέμμα στις πολυάνθρωπες μεγαλουπόλεις του 19ου αι. και στα καθημερινά δράματα, στις ζωές των ανθρώπων που μόλις επιβιώνουν στο περιθώριο της κοινωνίας.

Στο πρώτο, ”Μπάρτλεμπυ, ο γραφιάς”, ο Μέλβιλ επιλέγει ως ήρωά του έναν ταλαίπωρο γραφιά σε δικηγορικό γραφείο και δημιουργεί έναν από τους πιο αινιγματικούς του χαρακτήρες. Αφηγητής της ιστορίας, ο  δικηγόρος που προσλαμβάνει και κρατάει από οίκτο στη δουλειά τον  πάμφτωχο ανθρωπάκο, που αναγκάζεται να μένει κρυφά τα βράδια στο γραφείο γιατί δεν έχει σπίτι. Αλλά εδώ έρχεται η ανατροπή: ο Μπάρτλεμπυ αντί να δείχνει ευγνωμοσύνη στον ευεργέτη του, σε κάθε εργασία που εκείνος του αναθέτει απαντά με την ίδια στερεότυπη απάντηση: ”Θα προτιμούσα όχι”. Ο εργοδότης του αρχικά παραξενεύεται, στη συνέχεια αγανακτεί και τον πιέζει αλλά η στάση του υπαλλήλου παραμένει ακλόνητη, οδηγώντας την ιστορία σε μία -με μαεστρία μεγάλη χτισμένη-, δραματική κορύφωση.

Στην ιστορία του ”Βιολιστή”, ένας νεαρός επίδοξος ποιητής φέρει βαρέως το γεγονός ότι τα ποιήματά του δεν βρίσκουν την αναγνώριση που εκείνος θεωρεί ότι αξίζουν. Ώσπου συναντά έναν βιολιστή, πρώην παιδί-θαύμα στην Αγγλία όπου κάποτε τα πλήθη συνέρρεαν για να τον ακούσουν: τώρα ζει απολύτως ικανοποιημένος στην αφάνεια και σε μια αξιοπρεπή φτώχεια, παραδίδοντας μαθήματα βιολιού, ενώ κρατάει το ταλέντο του για την προσωπική του ευχαρίστηση και για τους λίγους που μπορούν πραγματικά να εκτιμήσουν την τέχνη του.

Η τρίτη ιστορία είναι, κατά την εκτίμησή μου, ένα αριστοτεχνικό διήγημα και ταυτόχρονα εξαιρετικά αληθινό κείμενο, ανθρώπινο και συγκινητικό. Ο αφηγητής έχει αγοράσει το παλιό σπίτι ενός κάποτε πλούσιου και δημοφιλούς εμπόρου, του Τζίμυ Ρόουζ, που καταστράφηκε οικονομικά και έζησε για να δει όλους εκείνους που απλόχερα τραπέζωνε και δεξιωνόταν στο σπίτι του, να του γυρίζουν την πλάτη και να τον εγκαταλείπουν στη δυστυχία του. Υπάρχουν δύο σημεία για τα οποία πρέπει οπωσδήποτε να μιλήσω σ’ αυτό το διήγημα: για την απίστευτη τέχνη και ομορφιά της γραφής του Μέλβιλ ενώ περιγράφει το ”δώμα με τα ρόδα και τα παγώνια” του Τζίμυ Ρόουζ, όπου η περιγραφή μιας ταπετσαρίας ανάγεται σε φιλοσοφικό στοχασμό (και σοβαρολογώ απολύτως), και για τη γνήσια ευαισθησία, χωρίς ίχνος μελοδραματισμού, με την οποία αποδίδει με σε μία μόνο φράση την κατάπτωση του ήρωά του: όταν περιφέρεται με τα τριμμένα ρούχα του σε απογευματινά τέια όπου μόλις και ανέχονται την παρουσία του, για λίγο ”ξευτιλισμένο τσάι με φρυγανιές”.

Η δύναμη της γραφής του Μέλβιλ δημιουργεί τρία μικρά λογοτεχνικά αριστουργήματα, ενώ η ομορφιά και η στιβαρότητα της γλώσσας του αποδίδεται εξαιρετικά από τον Μένη Κουμανταρέα που έχει γράψει επίσης και τον πρόλογο της έκδοσης, η οποία συμπληρώνεται και από χρονολόγιο της ζωής και του έργου του συγγραφέα. Αξίζει να ξεχωρίσετε αυτό το βιβλίο και να το διαβάσετε. Η κλασική λογοτεχνία αποτελεί μια κολυμπήθρα του Σιλωάμ, όπου μπορούμε να ξεπλύνουμε το μυαλό και την ψυχή μας. Ειδικά σήμερα, το έχουμε απολύτως ανάγκη.