Στο βιβλίο της Ιρένε Σολά οι δεσμοί ανάμεσα στο ζωτικό και το ζωικό –ανάμεσα στα πρωταρχικά στοιχεία που συγκροτούν τη ζωή– δεν αναλύονται, αλλά σκιαγραφούνται μέσα από ιστορίες, που μοιάζουν αυτόνομες, συνθέτουν όμως όλες μαζί μια ενιαία αφήγηση: όσα τα κεφάλαια, τόσες και οι φωνές των αφηγητών – ανθρώπων, ζώων και στοιχείων της φύσης. Η έννοια του πρωταγωνιστή της ιστορίας δεν υφίσταται στο βιβλίο της Σολά: αν υπάρχει ένας πρωταγωνιστής, αυτός είναι η φύση που μας περιβάλλει, το βουνό και η βροχή, ο κεραυνός και τα δέντρα, οι αρχέγονες δυνάμεις, τα πράγματα που καθορίζουν την ύπαρξη.
Πράγματα παγκόσμια, και ταυτόχρονα στοιχεία που προσδιορίζουν την εντοπιότητα του βιβλίου της Σολά, την καταλανικότητά του. Τα Πυρηναία είναι ο τόπος του βιβλίου, ο ορεινός όγκος στις πλαγιές του οποίου κρύφτηκαν οι δημοκρατικοί και μέσα από τα περάσματά του κατάφεραν ορισμένοι να διαφύγουν προς τη Γαλλία στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο. Είναι μια καταλανικότητα λιγότερο γνωστή, αφού η σημερινή στερεοτυπική εικόνα της Καταλωνίας προσδιορίζεται από την πρωτοπορία της Βαρκελώνης στις αρχές του εικοστού αιώνα (Renaixença), που διαμόρφωσε την εικόνα της πόλης. Οι αναφορές στους δημοκρατικούς, κυρίως, τοποθετούν το βιβλίο στον χρόνο, ενώ σε πολλά άλλα σημεία του μοιάζει άχρονο, σαν παραμύθι με μάγισσες και φαντάσματα.
Η Σολά δεν καταβάλλει καμιά προσπάθεια ωραιοποίησης στην αφήγησή της. Οι καταστάσεις δεν είναι ιδανικές, ο θάνατος βρίσκει αθώους σε στιγμές ανύποπτες. Κι ωστόσο η μαυρίλα δεν τα σκεπάζει όλα, η ζωή συνεχίζεται. Υπάρχει μια ανεξάντλητη ζωτικότητα, κι αυτή η αίσθηση του τραγουδιού, σαν πρωινή δροσιά. Η αίσθηση πως τη ζωή αξίζει να τη ζήσεις, παρόλη την τραγικότητά της. Πως η σάρκα και το αίμα είναι η φύση μας, και σε τίποτα δεν έρχονται σε αντίθεση με την ποιητικότητα. Πως οι ατυχίες της ζωής και όσα συνηθίζουμε να ονομάζουμε «χτυπήματα της μοίρας» δεν αποκλείουν εσαεί τη χαρά από τη ζωή, δεν αποκλείουν τη συντροφικότητα και την αγάπη. Υπάρχουν σημεία της αφήγησης που ο ήχος τους θα ήταν η κραυγή ενός λαβωμένου ζώου – δεν περιμένει κανείς κανένα στίχο, ούτε τραγούδι να ακολουθήσει∙ και όμως.
Έχει ενδιαφέρον να σημειωθεί πως η Σολά γράφει σε μια «μικρή» γλώσσα (της τάξης μεγέθους των δέκα περίπου εκατομμυρίων ομιλητών), τα καταλανικά, χωρίς μεγάλη λογοτεχνική παράδοση, αντίστοιχη με αυτή που διαθέτει η ισπανική γλώσσα, και, κατά την άποψη ορισμένων, χωρίς εφάμιλλες εκφραστικές δυνατότητες. Ωστόσο, η επιλογή αυτή της Σολά δεν έχει εμποδίσει τη διεθνή πορεία του βιβλίου της (που κυκλοφόρησε το 2019), καθώς τα δικαιώματα έχουν πωληθεί για τη μετάφρασή του σε 25 γλώσσες. H μετάφραση στα ελληνικά επιχορηγήθηκε από το Ινστιτούτο Ραμόν Λιουλ (Ramon Llull), που γιορτάζει φέτος τα 20 χρόνια του. Συγκαταλέγεται και αυτή, επομένως, ανάμεσα στις μεταφράσεις των καταλανικών έργων που υποστηρίχθηκαν από το ινστιτούτο, σημειώνοντας ορισμένα από αυτά αξιόλογη εκδοτική επιτυχία στη χώρα μας και αλλού.