Η ανατομία μιας ολόκληρης γενιάς

Τι (μας) έζησε και τι μέτρησε τις ημέρες μας; Πόσα ανομολόγητα, χαμένα στην αχλή του χρόνου και του ιστορικού θάμπους, βρήκαν βήμα και διέξοδο μέσω της λογοτεχνίας; Σαράντα χρόνια από την πρώτη έκδοσή του, το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του Ασημάκη Πανσέληνου «Τότε που ζούσαμε» επανεκδίδεται –από άλλον εκδοτικό οίκο– όχι ως φόρος τιμής σε ένα αειθαλές και καινοτόμο (για την εποχή του) πνεύμα, ούτε διότι, λόγω της πολιτικής του σκόπευσης, «συγγενεύει» με τη συγκαιρινή λατρεία για την πολιτική λογοτεχνία, αλλά διότι είναι αδιαπέραστο από την πάροδο του χρόνου και τη ραγδαία αλλαγή του ιστορικού πλαισίου που το γέννησε.

Γραφιάς με πένα που δεν φοβήθηκε το σκώμμα και την οξεία κριτική, αλλά αντιθέτως αποδεσμεύτηκε εξαρχής από τη συνήθη…  αρρώστια της ελληνικής διανόησης (βλ. άκρατος δογματισμός), ο Ασημάκης Πανσέληνος αποτελεί μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία στα ελληνικά γράμματα. Ποιητής, δοκιμιογράφος, πεζογράφος, πολιτικός, μα πάνω από όλα ένθερμος θιασώτης μιας δίκαιης κοινωνίας που μπορεί να οικοδομηθεί «εδώ και τώρα» και όχι στο… επέκεινα που διακηρύττουν οι κάθε λογής ιδεολογίες.

Το μυθιστόρημα είναι μια ολόκληρη τοιχογραφία των παθών της Ελλάδας από τις αρχές του 20ού αιώνα μέχρι τον Εμφύλιο σπαραγμό. Τίποτα λιγότερο από μια βουερή παρέλαση προσώπων, σκέψεων, αντιθέσεων, κοινωνικών συγκρούσεων, λογοτεχνικών «αγώνων», ιστορικών συνθηκών, αλλά και ερώτων: η ζωή μέσα από τις λέξεις, οι λέξεις φτιαγμένες από τη ζωή.

Ο Ασημάκης Πανσέληνος δεν χαρίζεται σε κανέναν, ούτε καν στον εαυτό του: υπάρχουν στιγμές που λειτουργεί ως εξειδικευμένος χειρουργός που με το κείμενό του ανατέμνει τις παθολογίες, τα δομικά λάθη και τις τραγωδίες του έθνους, όχι διατυμπανίζοντας λύσεις, αλλά υποσκάπτοντας τις πολεμικές κλαγγές των… παραταγμένων εχθρών (κάθε φορά ντυμένων με διαφορετική ιδεολογική φορεσιά).

Το βιβλίο γράφτηκε κατά την περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών ως μια ανάσα ελευθερίας την περίοδο που αυτή εκφυλιζόταν με τον πλέον ποταπό τρόπο. Το υλικό του μυθιστορήματος είναι θερμό, καθώς περιλαμβάνει μνήμες παιδικών χρόνων στη γενέτειρα του Πανσέληνου, τη Μυτιλήνη, λογοτεχνικές περιπέτειες με όλα τα μεγάλα πνεύματα της εποχής, ιδεολογικές φορτίσεις της Αριστεράς, μαύρα σύννεφα της Μεταξικής δικτατορίας, αλλά και στιγμές οριακές όπως η Κατοχή και ο Εμφύλιος.

Αυτά που συνθέτουν ένα έθνος δεν είναι μόνη η ιστορική του μνήμη, η οποία πολλές φορές είναι πολλάκις παραχαραγμένη, αλλά και εκείνα που μένουν κρυφά, ανομολόγητα,  λαθραία από την επίσημη αφήγηση, αλλά μηδέποτε εξαφανισμένα. Οι Ρώσοι συνηθίζουν να λένε πως το μόνο που αλλάζει είναι το παρελθόν και όντως έτσι φαίνεται να είναι: ο Ασημάκης Πανσέληνος ανασυνθέτει αυτό το εύπλαστο χρονικό πλαίσιο με γλώσσα που σπαθίζει, που σαρώνει και που τέρπει. Από τις ενδιαφέρουσες απόψεις του (άλλοτε γεμάτες συμπάθεια κι άλλοτε κοφτερές) για τις λογοτεχνικές… κεφαλές της εποχής (Μυριβήλης, Βενέζης, Πικρός, Παλαμάς, Σικελιανός κ.ά.), μέχρι την πανοραμική θέαση των ανθρώπων που συνθέτουν τη μικρή κοινωνία του νησιού του και τη μεγάλη της πρωτεύουσας. Σκηνές πολιτικών παθών, λογοτεχνικών κακιών, άγριων συνθηκών φτώχειας και ανέχειας κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής, σκηνές πικρίας, ενατένισης, ελπίδας, αλλά και καταβαράθρωσης, ειδικά όταν η έναρξη του Εμφυλίου θα σηματοδοτήσει τη ραγδαία οπισθοχώρηση της λογικής και την ανάδυση του εθνικού θυμικού.

Τίποτα δεν μένει ασχολίαστο, αλλά και σε όλα ο Ασημάκης Πανσέληνος προσπαθεί να ορθοτομήσει και να μην παρεκκλίνει του βασικού του σκοπού: να διηγηθεί απαλλαγμένος από πάθη, πειθαναγκασμούς και αγκυλώσεις. Διαθέτει, θα έλεγε κανείς, το διαισθητικό ταλέντο να παίρνει τις απαραίτητες αποστάσεις ακόμα και από τον εαυτό του, έτσι ώστε να διοπτεύσει τα γεγονότα και τις πράξεις των ανθρώπων με αντικειμενικό, αλλά όχι ψυχρό, μάτι. Ακόμα και στις ακραίες πτυχές της κριτικής του, υπάρχει πάντα ένας αδάμαστος ανθρωπισμός που θάλλει στις λέξεις του. Ο Πανσέληνος προσπαθεί να καταλάβει τους ανθρώπους, να μετρήσει τις αντιφάσεις τους και μέσω αυτών να καταλάβει και ο ίδιος τι ήταν αυτό που «ζήσαμε».  Μιλάει για τη γενιά του που χάθηκε στην πορεία, σπατάλησε τις δυνάμεις της και βασίλεψε πριν την ώρα της.

Ή μήπως και αυτό που ζούμε τώρα; Το μυθιστόρημα, επειδή ακριβώς δεν είναι ταγμένο και καταχωρημένο σε κάποιο στρατόπεδο, στέκει ακόμα και σήμερα ως διαπερατός καθρέφτης της ελληνικής κοινωνίας που στον βαθύ και σκοτεινό πυρήνα της παραμένει απαράλλαχτη, μαρτυρική και παθιασμένη.