Οι ωραίοι αλήτες της Τορτίλα

Κρασοπότες για το θέλγητρο του οίνου. Ανίεροι για την προστασία μιας τιμιότητας προσωπικής. Γητευτές των πιο ταπεινών, μα και των πιο υψηλοφρόνων ιδεών. Βουτηχτές του ζέοντος βούρκου, αλλά και δραπέτες των πιο μακρινών ουρανών. Όταν ματαιοπονούν, είναι σαν να απαντέχουν και όταν τίποτα δεν σκιάζει το μέλλον τους, έρχεται το παρόν τους να γίνει ένα οδοντωτό τοπίο που τους καταπίνει.

Οι παϊζάνοι της Τορτίλα Φλατ είναι για τον Στάινμπεκ ό,τι είναι για τον Κέρουακ οι αλήτες του Ντάρμα.

Πλάνητες και άγιοι μαζί. Παράνομοι και θιασώτες της πιο αδυσώπητης νομιμότητας. Ελεύθερα πουλιά της περιπλάνησης. Φτωχοδιάβολοι και παρίες μιας χώρας που καμώνεται για τα κλέη της. Αν και το συγκεκριμένο μυθιστόρημα-ύμνος στη φιλία, την αντρική αφροσύνη και τη διάρρηξη κάθε μορφής καθωσπρεπισμού, γράφτηκε κατά την περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης στις ΗΠΑ.

Είναι η ιστορία του Ντάνι και των φίλων του. Είναι η ιστορία των Μεξικανο-αμερικανών ψαράδων της Τορτίλα, κάπου στο Μοντερέι. Παραχωμένοι στην άκρη της πόλης, εκεί όπου μόνο οι ντεσπεράντος μπορούν να σταθούν δίχως να νιώσουν το κάψιμο στα πόδια τους.

Εντέλει είναι η ιστορία ενός μεγάλου, αυτοσχέδιου κεφιού και χαράς της ζωής στην πιο ζωώδη μορφή της. Όπως λέει και ο Πιλόν, ένας από τους κολλητούς φίλους του Ντάνι: «Έρωτας, καβγάς και λίγο κρασί. Όταν τα έχεις αυτά, δεν γερνάς ποτέ σου, είσαι πάντα ευτυχισμένος».

Ο Στάινμπεκ για το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, καίτοι αποτέλεσε την απαρχή της συνάντησής του με το μεγάλο κοινό και την επιτυχία, δέχθηκε έντονη πολεμική για την τραχύτητα με την οποία σκιαγραφεί τους ανθρώπους της Τορτίλα. Πέραν όμως του ωμού ρεαλισμού, στα όρια της καταγραφής μιας καθημερινότητας που περιλαμβάνει μικροκλοπές, προδοσίες, ανασκολοπισμούς, ξέφρενα γλέντια, γυναικοδουλειές και άλλες πολλές… δραστηριότητες, στους παϊζάνους της Τορτίλα υπάρχει εν σπέρματι μια δόση ιπποτισμού – ωσάν να ήταν Ιππότες της Στρογγυλής Τράπεζας, μόνο που υπερασπίζονται τις ιδέες τους με έναν ιδιότυπο τρόπο. Η αίσθηση του δικαίου, του ηθικού και του νόμιμου ακολουθεί τους ιδιαίτερους παράδρομους τούτης της μικρής κοινότητας των παραπεταμένων της κοινωνίας.

Ο Στάινμπεκ σκύβει να τους ακούσει, δεν επιθυμεί να ωραιοποιήσει την εικόνα τους. Άλλωστε, στη συνέχεια του έργου του, θα διαφανεί ολοκάθαρα η έλξη του προς ανθρώπους που κινούνται στα… πεδινά της κοινωνικής πυραμίδας.

Κι όμως, είναι τόσο άγρια θελκτικοί ο Ντάνι και η παρέα του. Εκεί που μπορούν να στήσουν ένα πρόχειρο κόλπο για να υφαρπάξουν τα λερά υπάρχοντα κάποιου τυχοκυνηγού της νύχτας (μόνο και μόνο για να βρουν χρήματα για κρασί), είναι ικανοί να μετατραπούν σε ατόφιους Σαμαρείτες και να δώσουν το… ελάχιστο έχει τους για να βοηθήσουν μια βασανισμένη ψυχή.

Είναι ωσαύτως θλιβεροί και αστείοι. Παλιάτσοι και δραματουργοί μιας ζωής που πηγαίνει στα χαμένα, δίχως σκέψεις για το μέλλον.

Φευ, ακόμα και ο Ντάνι που κληρονομεί δύο σπίτια, αντί να δει αυτή την απρόσμενη τύχη ως ένα σκαλοπάτι για να αλλάξει τη ζωή του, αδυνατεί να δεχθεί την έννοια της περιουσίας και της δέσμευσης. Διόλου τυχαίο που αμφότερα τα σπίτια θα τα καταπιεί η φωτιά. Ο Ντάνι συντρίβεται όταν καθηλώνεται σε ένα όριο συμβατικής ζωής. Δίχως να το θέλει, θα πάρει στο διάβα του και τους συντρόφους του που πλέον κατά μόνας –και όχι ως ομάδα– θα αναγκαστούν να διαβούν το υπόλοιπο της μίζερης ζωής τους.

Τα ελεύθερα πουλιά όταν δεσμεύονται μαραζώνουν. Διότι ακόμα και μια δύσκολη ζωή είναι καλύτερη από έναν ήσυχο βίο δίχως ανίερες απολαύσεις.

Ο Ντάνι, ο Πιλόν, ο Πάμπλο, ο Ζεζού Μαρία είναι ηττημένοι, μέλη ενός τάγματος που εξαρχής ήταν φτιαγμένο για την ήττα. Μα, αν οι μεγάλες νίκες ανήκουν στους λίγους, οι συντριβές των πολλών φτιάχνουν τις καλύτερες ιστορίες.

Η παρούσα έκδοση πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά το 1952 σε μετάφραση του Άρη Αλεξάνδρου και ανατυπώθηκε τώρα διατηρώντας την αρχική της εκδοχή. Έστω, όμως, και με το πέρασμα του χρόνου, δεν έχει χάσει κάτι από την ατόφια δυναμική της.