Έκτη ποιητική συλλογή του Μάριου Μιχαηλίδη σε σύνολο δεκατριών βιβλίων κυκλοφορούντων μέχρι σήμερα στην ελληνική γλώσσα. Το πεζογράφημα Ανατολικά της Αττάλειας, βόρεια της Λευκωσίας, (Momentum, 2014) έχει μεταφραστεί στα τουρκικά και στα γερμανικά από τις εκδόσεις VERLAG AUF DEM RUFFEL.

We are such stuff as dreams are made on

(William Shakespeare, The Tempest)

Παρ’ όλο που «την ύπαρξή μας ύπνος την περιβάλλει», σύμφωνα με το σαιξπηρικό motto που επιλέγει για αυτή τη συλλογή ο Μάριος Μιχαηλίδης, η ποιητική, ο βίος και η πολιτεία του είναι σαφώς (αν και διακριτικά) προσανατολισμένη προς την απελευθέρωση όλων των κατεχόμενων και την υγιή διαπολιτισμική επικοινωνία όλων των λαών, όλων των κοινωνικών στρωμάτων. Αυτή η κεντρική θέση του ιδανικού της Ελευθερίας στα ιδεώδη του Διαφωτισμού είναι καθοριστική για το σύνολο του έργου του.

Η Κύπρος είναι το φωτεινό αντικείμενο των πόθων, των σκέψεων και των στεναγμών του.

Διαβάζουμε λοιπόν τους πρωτότυπους, αν όχι και πρωτογενείς στίχους του, προσεκτικά αριθμημένους με τα γράμματα της ελληνικής αλφαβήτου:

α΄

Αιώρα μεταμεσονύχτια

Ο μίσχος του σώματός σου να πάλλει

Το δωμάτιο να ασφυκτιά

Και οι στίχοι σου να με καρφώνουν

Με συριγμούς εκλάμψεις

Και σύμφωνα δικοτυλήδονα

β΄

Περασμένη η ώρα

Σαν πουλιά

Γλιστρούν οι λεπτοδείχτες

Περασμένη η ώρα

Κι ούτε που ακούστηκε

Το σώμα μισεύοντας

Περασμένη η ώρα…

γ΄

Το ποίημα που είδες χτες βράδυ

Μυστική απαντοχή στα πελάγη

Των ενυπνίων σου

Απούσα η μορφή

Μόνο μια τεθλασμένη λάμψη

Ωσάν κατολίσθηση του σύμπαντος

δ΄

Μετέωρος κολυμβητής

Σε αεροστεγώς κλεισμένο σύμπαν

Συσκευασία πόθων

Με ημερομηνία λήξεων ναδίρ

Έτσι μου ’ρχεται να μην ξαναδώ όνειρα

ε΄

Έγραψα ένα ποίημα

Σε χαρτί συσκευασίας τροφίμων

Όταν πέθανε το γατί μας το

Περιτύλιξα με ποίηση

Τώρα κάθομαι και λογαριάζω

Σε ποιες χωματερές μάς έχουν ρίξει

Σε αυτό ακριβώς το σημείο ο αφηγηματικός φακός διευρύνεται από το συνεκδοχικόν μέρος εις το όλον. Αποκτάει κοινωνική-υπαρξιακή προοπτική. Το «σημείον φυγής» τείνει στο άπειρο.

ς΄

Βήματα που χάνονται στα

Μαύρα υφαντουργήματα της νύχτας

Κι εσύ αφήνεσαι μόνος

Στη δική σου εξομολόγηση

Στις τέσσερις άκρες μιας σελίδας

Μετράς χίλιους έρωτες,

Όπως στο πρώτο δάκρυ

Από τα μάτια της

Μέτρησες ολάκερη ζωή

ζ΄

Παράθυρο κλειστό

Κι εσύ φυγαδεύεις κάθε μου κίνηση

Που κρυφά οσμίζεται κι αναζητά

Τ’ ακροπατήματά σου

Συλλογίζομαι το κλάμα μιας αθώας βροχής

Που θα σε φέρει κοντά μου

Ως τότε όμως θα ’χει ν’ αναθρέψει

Αστραπές και ανέμους

Παράθυρο κλειστό

Κι εσύ φεύγεις με την ακολουθία

Μιας δυνατής βροχής

η΄

Σε ευρύχωρο όνειρο

Έκλεισα τον ειρμό της ψυχής μου

Που ξεχύθηκε ψηλά

Ως τη μεσονύχτια νηνεμία

Του προσώπου σου και

Την άθικτη διαύγεια

Των παλμών σου

Όμως φεύγοντας από

Τις γαλάζιες ώρες

Θυμήσου εμένα που

Συλλαβίζω τον έρωτα

Στους έρημους δρόμους

Του κόσμου μας

Εκπληκτικής στιλπνότητος στίχος:

«Σε ευρύχωρο όνειρο

Έκλεισα τον ειρμό της ψυχής μου».

Εδώ αντικατοπτρίζεται ο ψυχισμός, η αισθητική, η θεματική, η ιδεολογία και ο ενδογενής καλπασμός ενός ποιητικού ρυθμού βαθμηδόν κλιμακούμενου.

Αυξημένης δραματικότητας το επόμενο ποίημα, ενισχυμένο από την τριπλή επανάληψη της προστακτικής:

θ΄

Άκου τη φωνή

Τη φέρνει ο άνεμος δειλά

Στο κατώφλι μας

Τώρα που έρχεσαι κοντά μας

Χαϊδεμένη από τον πόθο

Και την αγάπη που σε θρέψαμε

Εσύ θα ξέρεις πιο καλά

Άκου τη φωνή

Κι αν είσαι η ομοιοκαταληξία του έρωτα

Δείξε μας το σημάδι στον κόρφο σου

Να δούμε αν η καταγωγή σου

Συμφωνεί με τις προβλέψεις μας

Τώρα που στροβιλίζουν

Οι παράξενοι άνεμοι

Στις στέγες των καταφυγίων

Συλλογίζομαι τον προορισμό των σκιών

Όταν δύει ο ήλιος

Άκου τη φωνή

Πώς διασχίζει το διάφραγμα

Προς την πρώτη Ανατολή

Όπως και στο αμέσως μετά εκδοθέν πεζογράφημά του με τίτλο «Το Συμβόλαιο» οι ψηφίδες αυτές αρχίζουν αργά αλλά σταθερά να σχηματίζουν ένα ευδιάκριτο ψηφιδωτό με σαφές, σαφέστατο πλαίσιο κι ευκλείδεια γεωμετρία.

Κι εκεί που δεν το περιμένεις, ξαφνικά περνάμε από το εγώ-εσύ στο εμείς, από το ατομικό στο κοινωνικό, από το δίπολο στο πολύγωνο, στο πολύπλευρο, στο πολυδιαστασιακό:

ι΄

Όλα τότε θα είναι μια Κυριακή

Και τα ρολόγια του κόσμου

Θα έχουν σιγήσει

Γυμνά τα χέρια μου από δείχτες

Θα χλευάζουν τον χρόνο και

Όλα θα είναι γαλήνια και καρτερικά

Ξαπλωμένος στο θόλο μου

Διάτρητος από αστέρια

Θα αδιαφορώ καθώς

Θα ρυτιδώνει

Το πρόσωπό μου

Θα αδιαφορώ και για ’σένα που

Δεν έστερξες τον καημό μιας αγάπης

ια΄

Τα τοπία μας μολύνθηκαν

Οι εσώκλειστοι ρύποι διαστέλλονται

Και η μεμβράνη ξερνά

Έμπυα αποστήματα

Τώρα μόνη ελπίδα έχουν απομείνει

Οι αφίσες με τα ωραία λιμάνια

Και τα καμπύλα βουνά

Το πράγμα επείγει

Οι αρχές να βγάλουν επιτέλους

Τα λερά τους πρόσωπα και

Nα φορέσουν

Κατάλευκα αγάλματα και

Κήπους με ανεμώνες

ιβ΄

Α! Εδώ χρειάζεται πλάστιγγα ακριβείας

Τα ετεροβαρή είναι τωόντι επικίνδυνα όταν

Συνωθούνται στον έσω μικροχώρο και

Διαρκώς συστρέφονται με

Πολεμοχαρείς αναδιπλώσεις

Ωστόσο όρκον ομνύω

Η εξουσία των αισθημάτων

Επί του εγκεφαλικού λοβού

Διήρκεσε χρόνον ικανόν ώστε

Να ανατάξει τα λάθρα εκφρασθέντα

Και να προσδώσει σ’ αυτά

Αειφόρα υποστυλώματα

Μιας ιμερτής

Καταδικασμένης σε έρωτα πλάνο

ιγ΄

Πωλείται γαζία

Με πέταλα ωσάν άμφια και

Κατάσαρκα ρίγη

Ανυπερθέτως πωλείται

Σε πείσμα των κοπρωνύμων κηπουρών

Με το αδηφάγο βλέμμα

Πωλείται

Και υπεροπτικώς οσφραίνεται

Τους ακατάπαυστους στεναγμούς

Και προκαλεί… προκαλεί…

ιδ΄

Η σκευή μας είναι καμωμένη

Από ευγενή μέταλλα

Τροχεία αθιγγάνων έτριζαν ακαταπαύστως

Υπό το βλέμμα των λαμπρών εκείνων τελετών

Υπέρ της παλιννοστήσεως των μονοπτέρων

Στιλπνά και αγέρωχα έντομα

Με προτεταμένα επιστόμια

Έκρουαν τις πανοπλίες μας

Και ήχοι παλινδρομούσαν βροντεροί

Στα χαώδη κενά

Των νεκρικών μας προσωπείων

Τι καλά, τι καλά

Αντιφώνησε ο πρωινός κορυδαλλός.

Ωστόσο στα ευγενή μας μέταλλα

Αντηχούν ακόμη τα σαρκικά άσματα και

Τα θραύσματα των οστών μας

Μέρος κι αυτό των τελετών

Μπροστά στα κατάπληκτα βλέμματα

Των σεπτών αθιγγάνων

ιε΄

Τελικώς παρελήφθησαν

Κι αυτά που απεστάλησαν κρυφίως

Και τα άλλα

Με εκπνοές ιππήλατου άρματος

Σε κατάπληκτες ράγες ύποπτων συρμών

Επιτέλους το σύστημα

Των υπόκωφων θορύβων

Με τους γόους των βασανισθέντων και

Τελειωθέντων αδελφών μας

Απόκαμε και ανεξαρτήτως της πλησμονής

Με τα πολλά ζήτω

Τα οράματα και τους στεφάνους

Έσβησε μες στο θάμβος των ιστών

Με τα εωθινά φλάμπουρα

Τα ψευδεπίγραφα και

Τους εμβρόντητους οιωνοσκόπους

Και να πάλι εσύ με την αλεξανδρινή προφορά

Και τους ελεήμονες οικτιρμούς σου

Εσύ υπέροχε μαστιγοφόρε των συρμών

Κι όπου μας πάνε οι καλπασμοί της μέρας

ις΄

Και ξάφνου η ανάγκη

Εκπυρσοκρότησε και

Το αίμα άρχισε να ρέει άφθονο

Από τους μυκτήρες και τις

Κόγχες των ματιών μας

Τότε

Διονύσιε είπα στoν Σολωμό

Βρέξε μας τα χείλη με βερντέα…

Και καθώς έπεφτε το σούρουπο

Ακούγαμε το σύρσιμο των στίχων του

Κι έπειτα κλαγγές από τον Ύμνο

Την ώρα που τροχοδρομούσε γύρω μας

Η Φαρμακωμένη

Εδώ ο σολωμικός απόηχος της Φεγγαροντυμένης είναι τόσο ισχυρός που δεν μπορεί να αγνοηθεί, αν και δεν προκαλεί «παράσιτα» στην εσωτερική μας ακοή.

ιζ΄

Η μακροθυμία της νύχτας

Συνδαυλίζεται με τα ελέη των άστρων

Καθώς η σκέψη σκιρτά

Στη λαχτάρα του αμειλίκτου φωτός

Νύχτα μου καλή μου νύχτα

Τίναξε τα κρόσσια των εβένων σου

Κι άκου το πλατάγισμα

Από τα κρίματα της μέρας

Μες στη συναστρία των ερώτων σου

Υπέροχο ενδιαίτημα και εξιλασμός

Την ώρα της συμπαντικής αποδημίας

Νεορομαντικός ιδεαλισμός βασισμένος στον νεοπλατωνισμό αλλά όχι και στον νεοκλασικισμό, αφού εδώ η έκφραση τείνει προς το επιβλητικό ανωφερές «μπαρόκ».

ιη΄

Έγερνε ο ήλιος και μια σκιά

Πλημμύριζε το υπογάστριο του ουρανού

Με ανάσες και ίχνη εξαίσιας απαντοχής

Εν τω μεταξύ το μέλαν αμφίκυρτο

Κρατούσε ανάσκελα τον χρόνο

Οπότε το φως περιέλουζε

Της ιστορίας την παραμυθία

Τότε έβγαινες εσύ γυμνή και ματωμένη

Κρατώντας στάχυα αμφιτενώς και

Ανακρούοντας δύσθυμους παιάνες

Έπιανες με τα ελευσίνια χέρια σου

Κάνιστρα καρπούς

Εκλιπαρώντας τα ρήματα να ρίξουν φως

Στην ουτοπία της ολολυγής

Τότε το όρος Όλυμπος

Άρχισε να ξερνά εκλάμψεις και βροντές

Το τοπίο τεθλασμένο να υποχωρεί

Να υποχωρούν και οι ώρες και να μένει

Το ένδυμά τους ανάλαφρο

Στο κενό στο κενό με ένα κάνιστρο γυμνό

Χωρίς ολοφυρμούς

Έντονος ο συμβολισμός, υπονομεύει κάθε απόπειρα σαρκαστικής αποστασιοποίησης ή τραγικής ειρωνείας. Εδώ τα πράγματα είναι κυριολεκτικά στη βαρύνουσα σημασία της μεταφοράς τους σε ανώτερα ύψη. Η ματιά του ποιητή «άνω θρώσκει», όπως το εικονογραφικό βλέμμα του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου.

«Ποιητικές αγιογραφίες» θα θεωρούσα αυτά τα ξεσπάσματα λυρισμού, αυτά τα αποστάγματα μελωδικότητας που προϋποθέτουν την πίστη στην ουράνια αρμονία των σφαιρών (κατά Πυθαγόρα).

ιθ΄

Η μέρα προχωρούσε μέσα από

Τα φύλλα που δεν έστεργαν το φως

Καθώς οι κανόνες αμφιρρεπείς

Ισορροπούσαν κατά το μέγεθος των ωρών

Η ευταξία –την είπες εύθραυστη–

Οπότε ευθυτενώς η μέρα εκάλπαζε

Και μια ησυχία απλωνόταν εκουσίως

Υπομένουσα τα θραύσματα υπόγειων ανατροπών

–ο γαιοσείχθων φόβος–

Ωσάν αντίστιξη μιας υπέργειας χαρμονής

Κι εσύ ψυχούλα μου να γέρνεις

Μια δεξά και μια ζερβά

Στο μπρίκι του καπετάν Φάουστ

Και να λες τώρα θα μπατάρουμε

Μα το κάλλιστον φως

Στη ρομφαία του αρχαγγέλου πλανάται

Και υπό τους ήχους βδελυρών θιάσων

Ανασκουμπώνεσαι και αμφίκυρτος παραπατάς

Επικαλούμενος την παλίντρομον ευταξία

Στα ακαταμάχητα όνειρά μου

Νήπιος έρως εγκαταβίωσεν

Μα πώς σού ’τυχε αυτό ψυχούλα μου

Κι εδώ αρχίζουν να επιβεβαιώνονται οι κατ’ αρχήν διαφαινόμενες εικονογραφικές προθέσεις ενός συγγραφέα με βαθιά κουλτούρα κι αυθεντικού στοχασμού βηματισμό.

«Ποιητικής ποίημα» το ακόλουθο:

κ΄

Τεθλασμένη η όψη των ειδώλων

Αντανακλά στην ψυχή των ποιητών

Και τα είδωλα τεμαχίζονται ακαταπαύστως

Ενώ στο αντικαθρέφτισμά τους

Διαγράφεται ο ένθεος δόλος

Έπειτα διεισδύουν κρυφίως

Αναρριχώνται κόβουν λωτούς συστέλλονται

Και οι ιεροφάντες ποιητές αναζητούν

Εξαίσιους ήχους ποντοπόρους

Μιας θαλάσσης πολυφλοίσβιο

Να τους πάει αντίκρυ

Και οι συστάσεις έρχονται τελευταίες. Καβαφικός ο τόνος, ο τρόπος:

κα΄

Πρώτα να συστηθώ θέλω. Είμαι εκείνος

Ο Σύρος σπουδαστής στην Αλεξάνδρεια

–Επί Κώνσταντος και Κωνσταντίου– ο τότε

Έκδοτος στις ηδονές

Εν μέρει εθνικός κ’ εν μέρει χριστιανίζων

Μυρτίας τ’ όνομά μου

Τώρα ανδρειωμένος με θεωρία και γνώση

Γέρος πια στη χώρα μου επέστρεψα

Μα ίχνος κανένα

Πτολεμαίων ή Σελευκιδών

Ναι μη γελάτε

Ο Καβάφης, ούτος εκείνος με ιστόρησε

Εν φαντασία και λόγω και

Αθανασίαν με έδωκε

Γιατί έχουν να πουν πως η τέχνη του

Ξέρει από φάρμακα

Τώρα κυνηγημένος

Από Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες

Βρέθηκα στα λημέρια του Αιγέα

Έκδοτος στη μοίρα

Πένης και ανέστιος να

Αιμάσσω διάτρητος από αιχμές άστρων

Τα κρίματα των άλλων πληρώνοντας και

Με τον Άδη το τέλος μου να με αρνείται

Γιατί τάχα κάποτε μ’ ευνόησαν οι θεοί

Διδακτισμός παλαμικού τύπου:

Όμως Έλληνα αδελφέ μου

Εσύ που αιώνες τώρα ξέρεις

Από άλγους δοκιμές

Στέρξε εμέ τον Σύρο τον πολύπαθο

Κ’ έλα πάλι μαζί να νιώσουμε

Μες στην ένθεη φιλανθρωπία

Tου Πλάτωνος και του Ιησού την

Ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών

Λόγος παραινετικός:

κβ΄

Σε στιγμές μοναξιάς μάζευε πέτρες

Και τις απίθωνε στα σπλάχνα του

Κοίταε εντός του κι άκουγε θραύσματα

επιγραφών: «Κυπράνωρ ενίκησε…

Τοις πεσούσι τήδε η λήκυθος…»

Τότε ριγώντας σάλπιζε το

Προσκλητήριο πεσόντων και

Πάσχιζε να ενώσει τα ετερώνυμα

Περνώντας όμως η ώρα ένιωθε

Να τον καρφώνει το μάτι της νύχτας

Κι ατίθασα θραύσματα γίνονταν

Αιμάτινες αιχμές που πέφτοντας

Θρυμμάτιζαν επιφάνειες ονείρων και

Ακροκέραμα προτεταμένων λέξεων

Σε πείσμα των επιγραφών και της

Εν γένει συνήθειας να συλλέγει κανείς πέτρες

Και να τις απιθώνει στα σπλάχνα του

Και ξαναγυρίζουμε στον Καβάφη, που αν και δεν ίδρυσε «σχολή» άφησε πολλούς εκούσιους ή αθέλητους επιγόνους:

κγ΄

Ο διάκονος Ανδρόνικος είδε καθ’ ύπνους

Μάχαιρα πνιγμένη στο αίμα και

Σπουργίτια με σφαγμένους λαιμούς

Να γυροφέρνουν στα στενά της Λευκωσίας

Μα το ’πε κι ο λοξίας γέροντας Θεόδουλος

Δραγάτης ο ύπνος και τα σεντόνια μια θηλιά στο

Ικρίωμα του ονείρου

Γρηγορείτε ότι ολοφύρεται η νύχτα και

Στεναγμός βρυχιέται ανείπωτος

Τον παρηγορούσε όμως που ο παπα-Γεώργιος

Έλεγε πως όπου να ’ναι θα φανεί ένα

Τρικάταρτο που το λαλούν Ελλάδα…

Σήμερον εν έτει 1821 και μηνί Ιουνίω, εγώ ο ελάχιστος Γεώργιος,

ιερέας εις τον Άγιον Ευλάλιο Λαπήθου, ανέβλεψα φωτί μεγάλω,

γιατί πάλε ήρτασιν απού την Ελλάδαν ο Κανάρης τζαι οι εδικοί

του αράξοντας κάτω εις του Γιαλού την Πέτραν. Ότι την αρμάταν

των Τούρκων την εβάλασιν ομπρός τζαι ύστερις που το φευγιόν

της είπασιν να πάρουν μιτά τους σιτάρκα τζαι ζα. Επέψαν δκυό

νομάτους, μα το χωρκόν αντίρρησεν εις την πλερωμήν τζαι κατεβήκαν στον γιαλόν ούλλοι οι χωρκανοί με ρίφκια, σιτάρκα τζαι

καμπόσα που τους κήπους. Εγώ εκράτουν το Ευαγγέλιον τζαι

με τους ψαλτάες εψάλλαμεν Τη Υπερμάχω. Οι γεναίκες εστέκουνταν μαζί με τα παιθκιά τους τζαι εκλαίασιν οπού είμαστον

ούλλοι στην σκλαβκιάν χρόνους πολλούς τζαι η Ελλάδα ήτουν

πολλά μακριά μας. Εφκήκεν έξω ο Κανάρης τζαι μιτά του άλλοι

ναύτες κλαίοντα με τα που ’θωρούσαν. Τότες επήαν οι χωρκανοί

τζαι εμπήκασιν στο πλοίον με τα πράματα που εκουβαλούσαν

τζαι εγένηκεν σαν να’τουν παναΐριν.

Λόγος αφηγηματικός κατευθείαν καταγόμενος από το δημοτικό τραγούδι και τις παραλογές. Η παράδοσις ζώσα και εφιστώσα την προσοχήν μας επί τού ουσιώδους και αχανούς.

Ήρτεν η ώρα τους να φύουσιν τζαι εμείς εστεκούμαστον περίλυποι εν ταις καρδίαις ημών. Ετραβήσασιν την άγκυραν, εσηκώσαν […]

Η ευθανασία και η αυτοχειρία (ως ελεγχόμενη επιλογή τού χρόνου αναχώρησης από τον μάταιο αλλά πανέμορφο τούτο κόσμο) είναι σταθερό θέμα και leit motiv και στο επόμενο βιβλίο του «Το Συμβόλαιο».

λ΄

Επανέρχομαι στο αμφιλεγόμενο της αυτοχειρίας. Βεβαίως βρισκόταν μεταξύ ζωής και θανάτου, φθοράς και αφθαρσίας και τα λοιπά κοινότοπα. Και το γνωρίζετε, θαρρώ, πόσο άτεγκτο είναι το αποτέλεσμα με τις πλάστιγγες ακριβείας. Μια έτσι, και όλα ανατρέπονται. Σημασία δεν έχει το αιματηρώς και το αναιμάκτως, η ευταξία με τα αρώματα και τις ηδονικές περιδινήσεις του μυαλού ή η δήθεν αυτάρκεια και η αγωνία μην πέσω καρδούλα μου και χαθώ και ούτω καθεξής.

Λόγος θαυμαστικός κι ο ποιητής στον διπλό ρόλο του μάντη-προφήτη και του θαυματουργού:

λα΄

Η σκιά του αυτόχειρος ανασυστάθηκε και δίχως φθόνο

ή οδυρμούς, περιέρχεται ψαύοντας τις στενωπούς των

λέξεων, στιχουργήματα, αντιστροφές, τα αποτυπώματα

των εκπνοών και της εν γένει ποιήσεώς μας τα αμαλγάματα.

Το όνειρο του σαιξπηρικού motto σταθερά επανέρχεται στην ποιητική υλοποίηση αυτού του ρομαντικού οράματος:

λβ΄

Το όνειρο δυστρόπησε την ώρα που το φεγγάρι μάς απαρνιόταν κι εμείς οι ανίδεοι στεκόμαστε περιχαρείς με τα

μάτια στραμμένα στην Ανατολή, γεμάτοι προσδοκίες αρπαχτικών, πώς να αδράξουμε την εικόνα για να την ιστορήσουμε, όταν το φέρει ο καιρός, πάνω σε καμβάδες και

λευκές σελίδες. Mα περνούσε η ώρα κι άρχισαν οι επικλήσεις σε θεούς αλλοτινούς, ενώ κάποιοι πήραν να αραδιάζουν ταριχευμένους στίχους και άλλα παρόμοια με ηχεία

ασμάτων – και, ω, τι γελοιώδης απαντοχή με τα νεύματα

των καιρών και τις αντιστροφές των χορικών μας!

Στα δύο επόμενα ηχολαλητικά αποσπάσματα ενορατικής ενοχής για τη φυγή στο ουσιώδες επανέρχεται σαφώς πλέον το σπίτι του Καβάφη στην αλεξανδρινή οδό Λέψιους:

λγ΄

Επιστρέφω στα έγκατα της σιωπής με τα κρυφά λαλήματα, τους μυστικούς ψιθύρους και όλο διαπορεύομαι

με ποντοπόρα όνειρα σε γαλαξίες γνώριμους με όρμους

διάφανους και υπήνεμα λιμάνια… Όλα σιγαλά κι ολόφωτα στο αιθέριο σύμπαν. Μα ξάφνου, εκεί στων ονείρων τα πλάτη, μιας αρχαίας κατάρας ακούγεται η βουή

και ηχοβολές αμέτρητες καταθρυμματίζουν των αστεριών το φως. Ώσπου, μες στην αχλύ φανήκαν στρατιές

από ρυτιδιασμένες λέξεις, ντυμένες κατάστικτα πέπλα

και σκόνη αστρική, με αδημονία να υψώνουν τον αυχένα και να ζητούν σωσίβιες γραφίδες. Εκεί, στην ερημία του σύμπαντος, λέξεις σωσμένες σε ψευδεπίγραφα

αλλοτινών καιρών… Και μαζί μ’ αυτές φανήκαν διάφανες ανθρώπων σκιές που όλο εκλιπαρούσαν, όρκους

ομνύοντας, για αναδιπλώσεις και προσαρμογές στων

καιρών τα γυρίσματα και με οργή καταθρυμμάτιζαν τίτλους, επαίνους και περγαμηνές. Ναι. Στα έγκατα της

σιωπής με τα κρυφά λαλήματα. Κι αν με ρωτάς για

σένα, όχι, δεν ήσουν πουθενά. Μόνο κάτι ασήμαντο,

μιας πλάνης η υποψία γοργοφτερούγισε μες στη βουή

κι εχάθη…

Σολωμός και Καβάφης αντάμα.

λδ΄

Μεσάνυχτα στην οδό Λέψιους του ονείρου, με τα αρώματα να διαπερνούν στενά και να συμπλέκονται με

ανασασμούς ερώτων, μην τύχει και από φθόνο προλάβει η αυγή και παράωρα ξυπνήσει. Και νιώθεται παντού

μιας γνώριμης θωριάς το ανάστημα να γυροφέρνει

ωσάν ακροτελεύτια αφή στο παλίμψηστο του χρόνου,

μα ολοένα αρνείται να φανεί. Χρόνια τώρα η ίδια ταραχή και ο Αλεξανδρινός, Ούτος Εκείνος, αφανής διαπορεύεται, δοσμένος στα πιοτά της ηδονής και σε ερώτων κάμαρες κρυφές, κρατώντας υπό μάλης μονόφυλλα με συνταγές μάγων γητευτών: Καισαρίων, Μύρης, Αλεξάνδρεια 340 π.Χ, Λάνη τάφος… Τώρα, μόνη

παρηγορία είναι ο καθρέφτης που τόσα είδε κι έμαθε,

καθώς εκείνος, ακροπατώντας στην κόψη της επιθυμίας, πάντοτε στεκόταν για λίγο εμπροστά του αμίλητος.

Κι εσύ τώρα, πού ξέρεις… Αποκολλώντας από των ειδώλων τα αχνά περιγράμματα, μπορεί μαζί μ’ αυτά να

νιώσεις να αποστάζουν υπερούσια ίχνη από μύρα και

σπαράγματα επιθυμιών. Τότε μόνο εσύ θα ξέρεις πως

όλα στην αναμονή τους είναι μια ποίηση.

Η σύγχρονη νεοελληνική ποίηση δεν μπορεί και δεν πρόκειται να ξεπεράσει τον Καβάφη, γιατί είναι ο μόνος σχεδόν που διασώθηκε ολάκερος, αυτούσιος, αυτεξούσιος, ανεξάρτητος, αδέσμευτος, απαρόμοιαστος και γενναίος. Ναι, γενναίος, αφού τολμά να διαφέρει. Ακόμα και ο αυτόχειρας Καρυωτάκης σε παραδοσιακά μέτρα και σταθμά πατάει επιχειρώντας να διαφέρει, επιβεβαιώνοντας όμως τον κανόνα διά της αμφισβητήσεως. Ο Καβάφης αδιαφορεί για τον κατεστημένο «κανόνα». Θα γίνει «κανόνας» και το ξέρει βαθιά μέσα στα κύτταρά του. Βαδίζει με την αυτεπίγνωση της αθανασίας.

Ακολουθούν σαφώς αφηγηματικά μέρη με έκδηλη όμως την ποιητικότητα τόσο στη μορφή όσο και στο περιεχόμενο. Στο λε’ παραπέμπει στον Θανάση Βαλτινό, Εθισμός στη νικοτίνη (Διηγήματα).

Καταλήγει στο δοξαστικόν:

λη΄

Ωραία πάλι και πάλι με την Άνοιξη

Να τροχοδρομεί στο σύμπαν και

Τα εωθινά υφαντά της απλώνοντας

Σε κάθε κελάηδημα βλέπεις ν’ ανθίζει

Και μια ανεμώνα

Ευλογία το γαλάζιο που

Συμπλέκεται με τον αθώο σπουργίτη

Και το δοξαστικό τιτίβισμα

Να φτάνει ίσαμε τ’ άστρα

Τα ύφαλα του νου οπτασίες γεμίζοντας

Και μικρών αγγέλων εικόνες

Τα φτερά πλαταγίζοντας

Μια μαγεία ψιθύρων απλώνεται

Την ώρα που λέξεις αθώες μυστικά

Ριπίζοντας ανάγλυφα μετώπες και περιστύλια

Γνέθουν το υφάδι μιας πρωτότοκης αθωότητας

Η Ερατώ, ο Φοίβος, η Ισμήνη

Ο δυόσμος, το θυμάρι, η ρίγανη

Και παραδίπλα των δασκάλων η ψυχή

Ορμηνεύοντας

Τόλμη και γράμματα, πίστη, αγάπη και θάρρος

Για των καιρών τα γυρίσματα

Ιστορία και αρχαιομάθεια, ιστορικότητα και ποιητική αφαιρετικότητα, φορμαλιστική συμπύκνωση και νεορομαντικό στυλιζάρισμα… Αυτά είναι μόνο μερικά από τα λογοτεχνικά γνωρίσματα του Μάριου Μιχαηλίδη που του χαρίζουν ένα απολύτως διακριτόν ύφος και του προσπορίζουν τον έπαινο και την αποδοχή ειδημόνων και μη.

Σεμνά διακείμενος προς τα επιβουλεύματα άλλων, επιλέγει την ευδιάθετη σωφροσύνη κι αντιπαρέρχεται τις όποιες λογοτεχνικές ή κοινωνικές παγίδες με την άνεση του κοσμοπολίτη που δεν διακατέχεται από άγχος επιδειξιομανίας, ασφαλές σύμπτωμα επαρχιωτισμού και πολλαπλού συμπλέγματος κατωτερο-ανωτερότητας.
Ουδείς νεοπλουτισμός σε αυτή τη γραφή που αρύει τα νάματά της από την αρχαία ελληνική πηγή, περνάει από τη μεσαιωνική κρήνη, δροσίζεται με το απελευθερωτικό λαγήνι και δεν λησμονεί (μήτε απαρνιέται) τη στάμνα της γιαγιάς, τότε που το νερό δεν ήταν τρεχούμενο εάν δεν το έκανες να τρέξει (ακριβώς όπως ο ήλιος δεν ανέτελλε εάν δεν βάζαμε πλάτη όλοι εμείς, οι συνυπεύθυνοι, σύμφωνα με τους συντρόφους ομοϊδεάτες Άγγελο Σικελιανό και Νίκο Καζαντζάκη).

Στο θεματικό επίπεδο, ο ποιητής δεν εκδηλώνει κάποιο άγχος ή νεύρωση εκδήλωσης ή απόκρυψης της ερωτικής επιθυμίας, που ούτως ή άλλως είναι ενιαία και αδιαίρετη, πανανθρώπινη και πέρα από τα φύλα, αν όχι και άφυλη όπως οι άγγελοι (άφιλη όμως όχι).

Μόνον οι πραγματικοί λογοτέχνες συγγράφουν έτσι και αντέχουν στον χρόνο ευσταλείς, ευπρόσιτοι, ευπροσήγοροι…