«Το ζουμί του πετεινού και νεκρό ανασταίνει»

ή

Η επιστροφή στη φύση η μόνη γιατρειά

 

Ο Γιάννης Μακριδάκης γεννήθηκε το 1971 στη Χίο και σπούδασε μαθηματικά. Από το 1997, που ίδρυσε το Κέντρο Χιακών Μελετών με σκοπό την έρευνα, αρχειοθέτηση, μελέτη και διάδοση των τεκμηρίων της Χίου, οργανώνει τα ερευνητικά και εκπαιδευτικά προγράμματα του Κέντρου, επιμελείται τις εκδόσεις του και διευθύνει το τριμηνιαίο περιοδικό “Πελινναίο”. Έχει γράψει τα βιβλία “Συρματένιοι, ξεσυρματένιοι, όλοι. Χιώτες πρόσφυγες και στρατιώτες στη Μέση Ανατολή: Μαρτυρίες 1941 – 1946” (εκδ. Κ.Χ.Μ., Πελινναίο 2006) και “10.516 μέρες: Ιστορία της νεοελληνικής Χίου 1912 -1940”, ιστορικό αφήγημα (εκδ. Κ.Χ.Μ., Πελινναίο 2007). Το πρώτο μυθιστόρημά του, “Aνάμισης ντενεκές” (Eστία 2008), κυκλοφόρησε τον επόμενο χρόνο (2009) και στα τουρκικά. Κυκλοφορούν επίσης: “Η δεξιά τσέπη του ράσου”, νουβέλα (Εστία 2009), “Ήλιος με δόντια”, μυθιστόρημα (Εστία 2010), “Λαγού μαλλί”, νουβέλα (Εστία 2010), “Η άλωση της Κωσταντίας”, μυθιστόρημα (Εστία 2011), “Το ζουμί του πετεινού”, νουβέλα (Εστία 2012).

Στο «Ζουμί του πετεινού», ο Παναγής ζούσε με τη φύση και από τη φύση. Την ήξερε, τη μύριζε, τη δάμαζε, την έκανε να καρποφορεί. Ακόμη και όταν γυρνούσε στο σπίτι αυτήν έβλεπε στην τηλεόραση, τη ζωή των άγριων ζώων και τη μάθαινε ακόμη περισσότερο. Τις πόλεις δεν τις ήθελε. Δεν είχαν τις μυρωδιές από το χώμα και τα λουλούδια, ούτε την ανατολή και το ηλιοβασίλεμα στο χωριό. Κανένα κελάηδημα δεν αντηχούσε και καμιά φωνή ζώου δεν γίνονταν δικό του πρόσταγμα. Η φύση, όμως, του τα έδινε όλα. Μοίραζε και στους άλλους. Πώς να μην είναι μόνο δικός της; Όμως ξαφνικά όλα άλλαξαν. Στις ειδήσεις, αλλά και στις συζητήσεις στα τραπέζια από τους θαμώνες της ταβέρνας του, μόνο για φόρους και για χρέη έλεγαν. Για ιδιωτικοποιήσεις και πωλήσεις σε ξένους.

Πώς να πουλήσει κανείς το χωράφι του – το χωράφι του παππού του; Την ιστορία της οικογένειάς του ή της πατρίδας του;

Ο Γιάννης Μακριδάκης, με τη δική του διαφορετική και ενδιαφέρουσα ποιητική γραφή και με εμφανή τον έρωτά του για τη φύση, αφήνει τον ήρωα να αφηγείται χωρίς τελεία σχεδόν. Όλο το βιβλίο μοιάζει σαν να είναι  ένα κεφάλαιο. Σαν μία ανάσα, σαν ζάλη ή σαν ζωή που έχει μόνο μια τελεία, το τέλος. Παράλληλα, με τη χρήση της ντοπιολαλιάς, φέρνει τον αναγνώστη ακόμη πιο κοντά στη φύση. Τον παγιδεύει στα κάλλη και τη γονιμότητά της, με σκοπό να του κάνει ακόμη πιο έντονη τη γοητεία ή την απειλή της απώλειάς της. Προτείνοντας ταυτόχρονα  –μέσα από το βιβλίο αυτό- πως εν μέσω κρίσεως, οικονομικής και ηθικής, η επιστροφή στη φύση, ο σεβασμός στους προγόνους και προς την πατρίδα, είναι η μόνη λύση και αντιμετώπιση στη λαίλαπα του ξεπουλήματος που έρχεται να εξαφανίσει κάθε ίχνος μας.

Το «Ζουμί του πετεινού» είναι ένα βιβλίο γεμάτο από λαογραφικό στοιχεία, που εστιάζονται  στο πώς διαφεντεύονται φύση και ζωντανά, αναδεικνύοντας τη βαθειά γνώση του συγγραφέα για τη ζωή στην ελληνική  ύπαιθρο αλλά και των αξιών που δίνουν ένα βαθύτερο νόημα στη ζωή. Διαβάζεται δε απνευστί γοητεύοντας τον αναγνώστη λόγω της πληθώρας των ποιητικών περιγραφών και  εκφράσεων.