Εικονογράφηση: Ραφαέλλα Τσάτσι
Στον Καναδά ένα Ελληνόπουλο μετανάστης, μαθητούδι της Β΄ Δημοτικού, είναι ερωτευμένο με την Άννυ, μια συμμαθήτριά του, η οποία όμως δεν του δίνει σημασία. Θέλει να της γράψει ένα γράμμα, αλλά δεν ξέρει ακόμη καλά τη γλώσσα. Θέλει να της μιλήσει για τους γονείς του και τον παππού του πίσω στην πατρίδα και να την προσκαλέσει ένα καλοκαίρι εκεί. Θα της γράψει το γράμμα οπωσδήποτε την επόμενη χρονιά, διότι τότε θα ξέρει τη γλώσσα καλά. Το υπόσχεται.
Ένα μικρό βιβλίο με μεγάλη ευαισθησία, όπου ο αφηγητής κεντάει κυριολεκτικά με την πένα της Αλεξάνδρας Μητσιάλη αγγίζοντας λεπτές χορδές, όπως αυτές του έρωτα, της μετανάστευσης, της καταφρόνιας… : «Έκλαψα χτες βράδυ. Όμως νομίζω ότι κανένας δε μ’ άκουσε. Μπορεί γιατί το δωμάτιό μου είναι στην άλλη άκρη του διαδρόμου, σ’ αυτό το καινούριο σπίτι που μένουμε. Μπορεί γιατί έχωσα το κεφάλι μου στο μαξιλάρι και το πίεσα τόσο πολύ που μου κόπηκε η ανάσα. Μπορεί, πάλι, γιατί ο μπαμπάς μου αυτή την εβδομάδα είναι νυχτερινός στη δουλειά του και η μαμά μου τ’ απογεύματα γυρίζει πολύ κουρασμένη από τη δική της. Έκλαψα χτες βράδυ, αλλά δεν το ήθελα – σας τ’ ορκίζομαι. Η τελευταία φορά που έκλαψα γιατί το ήθελα ήταν όταν φύγαμε από την πατρίδα μας και ο μπαμπάς μου μού είχε πει: «Τέρμα τα κλάματα. Από δω και πέρα πρέπει να φανείς δυνατός» (σελ.3-6).