Βουβός κόσμος

Ο Πολ Όστερ γεννήθηκε το 1947 στο Νιου Τζέρσεϊ και σπούδασε αγγλική, γαλλική και ιταλική λογοτεχνία. Του έχει απονεμηθεί ο τίτλος του fellow από το Εθνικό Κληροδότημα των ΗΠΑ για τις Τέχνες τόσο για την ποίηση όσο και για τον πεζό λόγο, ενώ το 1990 του απονεμήθηκε το βραβείο Μόρτον Ντάουεν Ζέιμπελ από την Αμερικανική Ακαδημία και το Ινστιτούτο Τεχνών και Γραμμάτων. Έγραψε τα σενάρια των ταινιών «Καπνός» και «Μελανιασμένο πρόσωπο». Στο κινηματογραφικό φεστιβάλ του Βερολίνου το 1995 η ταινία «Καπνός» βραβεύτηκε με την Αργυρή Άρκτο, με το ειδικό βραβείο Κριτών, με το βραβείο του Διεθνούς Κύκλου Κινηματογραφικών Κριτικών και με το Βραβείο Κοινού για την καλύτερη ταινία. Το 1998 έγραψε το σενάριο και σκηνοθέτησε την ταινία «Η Λουλού πάνω στη γέφυρα». Το έργο του έχει μεταφραστεί σε 21 γλώσσες. Το 1997 εκδόθηκε μια συλλογή με τις δυσεύρετες πλέον μεταφράσεις που είχε κάνει ο Πολ Όστερ με τίτλο «Μεταφράσεις» και το 2001 μια επιλογή από τα διηγήματα που έστειλε το κοινό της ραδιοφωνικής του εκπομπής στο National Public Radio των ΗΠΑ, με τίτλο “True Tales from American Life”. Ζει στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης με τη γυναίκα του, επίσης συγγραφέα, Σίρι Χούστβεντ, και τα δύο τους παιδιά.

Ο καθηγητής Ντέιβιντ Τσίμερ νιώθει ότι δεν υπάρχει ζωή πλέον για τον ίδιο. Δεν πάει πολύς καιρός που έχασε σε αεροπορικό δυστύχημα τη σύζυγο και τους δυο γιους του. Η οδύνη τον έχει καταβυθίσει σ’ έναν σιωπηλό κόσμο, απομονωμένο, να παλεύει με τους εφιάλτες και τις αναμνήσεις. Ένα βράδυ στην τηλεόραση, όπου κοιτά αφηρημένος, την προσοχή του τραβά μια ταινία του βωβού κινηματογράφου. Πρωταγωνιστής είναι ένας άγνωστος ηθοποιός ονόματι Έκτορ Μαν. Ο νους του συγκεντρώνεται για πρώτη φορά σε κάτι άλλο από τα πρόσωπα της χαμένης του οικογένειας. Ο Έκτορ Μαν καταφέρνει να μαγνητίσει το βλέμμα του Ντέιβιντ. Και σε μια στιγμή, που ούτε ο ίδιος πίστευε ότι θα ερχόταν ποτέ, ο Ντέιβιντ γελάει. Τις επόμενες ημέρες αναζητά πληροφορίες για τη ζωή και τις ταινίες του Έκτορ Μαν. Ταξιδεύει παντού προκειμένου να συλλέξει οποιοδήποτε στοιχείο υπάρχει για τη ζωή αυτού του άγνωστου ηθοποιού. Και ξεκινά να γράφει ένα βιβλίο για τη ζωή του Έκτορ Μαν.

Από τα στοιχεία που συλλέγει διαπιστώνει ότι ο Έκτορ Μαν για κάποιο χρονικό διάστημα ζούσε με ψεύτικα ονοματεπώνυμα. Ένα φρικτό γεγονός τον είχε οδηγήσει μακριά από αυτό που αγαπούσε και από το περιβάλλον όπου ζούσε. Και τα ίχνη του χάθηκαν από εκείνη τη στιγμή και κανείς ποτέ δεν τον ξαναείδε. Κι όταν ο Ντέιβιντ αποφασίζει να αφήσει πίσω του την εμμονική σύνδεση με τον Έκτορ Μαν, να ασχοληθεί με κάτι άλλο, τότε η παράξενη ιστορία της ζωής του Έκτορ Μαν βρίσκεται στο κατώφλι του με τη μορφή μιας γυναίκας.

Ο Paul Auster υφαίνει αριστουργηματικά την πλοκή του μυθιστορήματός του ενσκήπτοντας αρχικά στον θρήνο του ήρωά του. Καταβυθίζεται στα ενδότερα της ανθρώπινης ψυχής, στο πώς διαχειρίζεται την απώλεια και την οδύνη και στην ανάγκη να πιαστεί από κάπου για να μπορέσει να συνεχίσει να υπάρχει. Εν συνεχεία ο συγγραφέας περνά στο επόμενο βήμα που είναι η εμμονική ενασχόληση του πρωταγωνιστή με τη ζωή ενός άγνωστου ηθοποιού του βωβού κινηματογράφου. Κι εδώ ο Auster σκιαγραφεί αριστοτεχνικά το αδιάκοπο κυνήγι του ήρωά του, ένα κυνήγι που παρασύρει το μυαλό και την ψυχή μακριά από τις οδυνηρές αναμνήσεις και τα πνιγηρά συναισθήματα. Γι’ αυτό και το κυνήγι ποτέ δεν σταματά, γιατί ο άνθρωπος που έμεινε πίσω να θυμάται, αγκιστρώνεται στην προσπάθεια να ανακαλύψει τη ζωή κάποιου άλλου, για να βγει από τον πυθμένα της καθημερινότητάς. Και σε τρίτο επίπεδο ο Ντέιβιντ Τσίμερ βρίσκεται σ’ έναν καταιγισμό αποκαλύψεων, αλλά και σε στιγμές που διαφωτίζουν, έστω και προσωρινά, το σκότος που τον περιβάλλει.

Κάθε πρόταση του Auster είναι σμιλεμένη προσεκτικά, θαρρείς και οφείλει να μεταφέρει εντός της τον πόνο του πρωταγωνιστή. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση ενισχύει την ένταση των συναισθημάτων, ενώ το ύφος του συγγραφέα καθηλώνει τον αναγνώστη από τις πρώτες σελίδες. Όσο για τους χαρακτήρες, ειδικά του Ντέιβιντ Τσίμερ, ο Auster συνθέτει ρεαλιστικά τις προσωπικότητές τους, σε τέτοιο βαθμό που μπορείς να ακούσεις μέσα από τις λέξεις τις καρδιές τους να χτυπούν. Και μολονότι μεγάλο μέρος του βιβλίου αφορά τον βωβό κινηματογράφο, τελικώς είναι εκκωφαντικός ο ήχος που παράγεται από τον μαγικό κόσμο των λέξεων του Paul Auster.