Ένα μυστήριο πεντακοσίων ετών

Δεν είναι λίγα τα μυστήρια που μένουν κρυφά στο πέρασμα των αιώνων, καθώς το μόνο στοιχείο που έχουμε για αυτά είναι εικασίες, εκτιμήσεις και απόψεις, οι οποίες τις περισσότερες φορές καταλήγουν στον κάλαθο των αχρήστων, αφού καμία επαφή δεν έχουν με την πραγματικότητα.

Αρχές του 15ου αιώνα. Ο Γιόχαν Γκένσφλαϊς εξομολογείται τα παιδικά του χρόνια και τις πρώτες εικόνες και επαφές από την τέχνη της χρυσοχοΐας. Με την πάροδο του χρόνου αναπτύσσει δικές του τεχνικές σχετικά με διάφορες τέχνες, ώσπου ο Γουτεμβέργιος, όπως τον γνωρίζουμε σήμερα, εμπνέεται την ιδέα του τυπογραφείου, με σκοπό σε μια ημέρα να δημιουργήσει τόσες Βίβλους όσες θα δημιουργούσε ένας αντιγραφέας σε μια ολόκληρη ζωή. Μετά όμως από άστοχες προσπάθειες και τα διαρκώς αυξανόμενα χρέη του, ο Γουτεμβέργιος με τη βοήθεια του φίλου του Κάσπαρ, τυπώνει μια Βίβλο, όπου τα εικονογραφήματα αποτελούν στοιχεία μοναδικής αξίας, αλλά και πρόκλησης προς την Εκκλησία.

Περίπου μισή χιλιετία αργότερα ο Νικ Ας λαμβάνει ένα μήνυμα στον υπολογιστή του. Μια πρώην σύντροφός του, η Τζίλιαν, ζητά επειγόντως τη βοήθειά του, στέλνοντάς του μια σελίδα από κάποιο παλιό βιβλίο. Από εκείνη τη στιγμή ο Νικ δέχεται αναρίθμητες επιθέσεις, δολοφονείται ο συγκάτοικός του, κατηγορείται ο ίδιος για φόνο και παρακολουθείται επί διαρκούς βάσεως. Με τη βοήθεια της Έμιλυ, μιας ιστορικού, θα βγει από τη χώρα και ταξιδεύοντας στις χώρες της κεντρικής Ευρώπης, θα αναζητήσει την Τζίλιαν, αλλά και την ταυτότητα αυτού του βιβλίου, χωρίς να έχει αντιληφθεί ότι παράλληλα κινούνται εναντίον του ισχυροί κύκλοι της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.

Το βιβλίο του Τομ Χάρπερ κρατά σε ρυθμό το ενδιαφέρον του αναγνώστη, καθώς οι ιστορίες του Νικ Ας και του Γουτεμβέργιου εξελίσσονται παράλληλα, σε ξεχωριστά κεφάλαια. Οι διάλογοι είναι σφιχτοί, χωρίς μακροσκελείς προτάσεις, ώστε να διατηρούν συμπυκνωμένο το νόημα και το ενδιαφέρον ακέραιο. Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο είναι η ζωή του Γουτεμβέργιου, για την οποία γενικώς δεν έχουν γίνει γνωστά πολλά πράγματα. Επίσης, ενδιαφέρον παρουσιάζει η αφήγηση σε διαφορετικό πρόσωπο, η ιστορία του Νικ Ας γίνεται σε τρίτο πρόσωπο, ενώ του Γουτεμβέργιου σε πρώτο. Δεν πρέπει ωστόσο να παραλείψουμε ότι σε αρκετά σημεία της υπόθεσης, οι λύσεις ή οι σκηνές που περιγράφει ο συγγραφέας φαίνονται εύκολες, με αποτέλεσμα κατά σημεία να μην ικανοποιεί τον αναγνώστη.

Σε γενικότερες γραμμές θα λέγαμε ότι «Το βιβλίο των μυστικών» είναι ένα έργο με αρκετές αρετές, χωρίς όμως να δίνει την αίσθηση της απογείωσης και της κλιμάκωσης της εξέλιξης, τόσο κατά τη διάρκεια της ιστορίας όσο και στο τέλος της ιστορίας των δύο ηρώων.