Παιχνίδια μάχης «δωματίου»
Το παίγνιο ως δραματικό ενδιάμεσο της ζωής. Η εμμονική σχέση του παίκτη με τους κανόνες και τη ροή του αντικειμένου του (εν προκειμένω το παιχνίδι), που του παρέχει τη συντομογραφία μιας μάχης «δωματίου».
Σύμφωνα με τη θεωρία του Nash, κάθε παιχνίδι που περιλαμβάνει πεπερασμένο αριθμό παικτών και ενεργειών έχει ένα συγκεκριμένο σημείο ισορροπίας. Η στρατηγική του ενός παίκτη αποτελεί ευθεία αντίδραση στη στρατηγική του άλλου. Τούτος ο ευφάνταστος συνδυασμός στρατηγικών συναποτελεί την περιβόητη ισορροπία του παιγνίου.
Τι πράττει άραγε ο ευφυής Ρομπέρτο Μπολάνιο με το «Τρίτο Ράιχ»; Βηματίζει πάνω στην τεντωμένη γραμμή αυτής της ισορροπίας – θεμέλιο του παιχνιδιού στρατηγικής, στο οποίο επιδίδεται με μανία ο ήρωάς του, Ούντο Μπέργκερ, με τρόπο που άλλοτε συντάσσεται με τη λογική και άλλοτε με το παραισθησιακό.
Δεν είναι η πρώτη φορά που συναντούμε παρόμοια θεματική στη λογοτεχνία και μάλιστα σε κείμενα κομψής μορφής. Το παράδειγμα του Ναμπόκοφ με την «Άμυνα του Λούζιν» και την τελική συντριβή του νεαρού σκακιστή, Λούζιν, είναι χαρακτηριστικό.
Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα γράφτηκε από τον Μπολάνιο το 1989, αλλά ανακαλύφθηκε από τη γυναίκα του, ανάμεσα σε μια στοίβα χαρτιών, και εκδόθηκε –βεβαίως- μετά τον θάνατό του (μόλις το 2010). Ο τίτλος του, καίτοι κουβαλάει μπόλικη δόση ίντριγκας, δεν αναφέρεται στη βραχύβια, δολοφονική και αιμοσταγή «μηχανή» που έστησε ο Χίτλερ, αλλά σε ένα παιχνίδι στρατηγικής που παίζει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής.
Ο νεαρός Γερμανός, Ούντο Μπέργκερ, και η κοπέλα του, Ίνγκεμποργκ, παραθερίζουν σε ένα ξενοδοχείο στις καταλανικές ακτές. Μέρος που εκθέτει τον ήρωα σε μια μορφή αναμνησιακής καταβύθισης, καθώς οι γονείς του συνήθιζαν να τον πηγαίνουν εκεί για διακοπές. Το ξενοδοχείο «Ντελ Μαρ» δεν είναι απλώς ένας τόπος, αλλά ένα σκηνικό του παρελθόντος.
Ο Μπέργκερ επιφυλάσσει στον εαυτό του τον ρόλο του… εσώκλειστου. Όχι μόνο μέσα στο δωμάτιο, αλλά και μέσα στον κόσμο του παιχνιδιού. Συντάσσει θεωρίες, αναλύει δεδομένα, διαμορφώνει στρατηγικές. Σταδιακά υφίσταται (μέσα του) μια τετελεσμένη ρωγμή, η οποία θα απλωθεί, ωσάν χαίνουσα τρύπα, όταν θα κληθεί να αντιμετωπίσει ως αντίπαλο τον αδαή, λακωνικό, μυστηριώδη «Καμένο» που νοικιάζει θαλάσσια ποδήλατα, ζει μονίμως στην παραλία και φέρει ένα αντιαισθητικό κάψιμο στο πρόσωπο.
Ό,τι συμβαίνει στο «Τρίτο Ράιχ» είναι ιδωμένο από την κοιλιά ενός λαβυρίνθου. Η αδόκητη εξαφάνιση του φίλου του ζευγαριού, του σέρφερ Τσάρλι, ο συγχρωτισμός με τον παράδοξο «Καμένο» και με κάμποσα άλλα πρόσωπα ερεθιστικής αντίθεσης (τον «Λύκο» και τον «Αρνί»), το ερωτικό μούδιασμα από την αποχώρηση της Ίνγκεμποργκ, η σχέση έλξης – άπωσης με την ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου, φράου Έλσε, ο καταλυτικός ρόλος του παιχνιδιού που μετατρέπει βαθμιαία τον Μπέργκερ σε δραματικό όργανο.
Το «Τρίτο Ράιχ» δεν διαθέτει το αριστοτεχνικό θάμπος του «2666», δεν φέρει τα ανεκτίμητα… κοσμήματα των «Άγριων ντετέκτιβ», αλλά είναι μια ένδειξη για το απλόχωρο ταλέντο του Μπολάνιο. Ας μην ξεχνάμε πως, την περίοδο που συνέγραφε το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, ο Χιλιανός προσπαθούσε να μεταπηδήσει από τη μικρή φόρμα των διηγημάτων του σε κείμενα μεγάλης έκτασης. Ακόμα και έτσι, το «Τρίτο Ράιχ» είναι ένα μυθιστόρημα απαράμιλλου στυλ, με τον Μπολάνιο να ξεδιπλώνει το αγχωτικό, παραληρηματικό, πνιγηρό περιβάλλον μέσα στο οποίο κινείται ο Μπέργκερ. Αυτό που χωρίζει το όνειρο από την πραγματικότητα, σε τούτο το μυθιστόρημα, είναι μια πόρτα που ανοίγει και κλείνει. Ο Μπέργκερ πέφτει στη… λούπα ενός ονείρου και ξάφνου εμφανίζεται μπροστά του, έκτυπη, η πραγματικότητα. Εκεί που ο ρεαλισμός πυκνώνει τις γραμμές του, κάποιος τραβάει το χαλί κάτω από τα πόδια του και ένας καφκικός διάκοσμος περιβάλλει σαν υμένας τους ήρωες. Το παράλογο συνδυάζεται με το γκροτέσκο, η απόλαυση της βίας με τις αναπαραστάσεις της μέσα στο ανθρώπινο μυαλό. Εντέλει, η μυθιστορία συνδιαλέγεται με την πραγματικότητα σε ένα παιχνίδι (άλλο ένα παιχνίδι) αμοιβαίας αλλαγής ρόλων.
Ο Μπολάνιο πλέκει έναν ταραγμένο ιστό και αφήνει τους ήρωές του να αντικρύσουν τη ζωή τους σε μια φάση επιδείνωσης.
Ο μεταφραστής, Κρίτων Ηλιόπουλος, μπορεί ανέτως να χαρακτηριστεί «Μπολανιολόγος» (sic). Άλλωστε η «ηρωική» δουλειά του στο «2666» δεν γίνεται να λησμονηθεί. Ομοίως, σε τούτο το μυθιστόρημα, μας παραδίδει ένα κείμενο κρυστάλλινο.