Κάποιος που έχει φύγει

Νάπολη, 1946. Ένα επτάχρονο αγόρι, που ζει με τη μαμά του σε ένα στενό μιας φτωχογειτονιάς της πόλης, που αγωνίζεται να επιβιώσει, που είναι διαρκώς πεινασμένο, που μονίμως φοράει τρύπια παπούτσια, παπούτσια άλλων, περπατάει πάντα με σκυμμένο το κεφάλι και έχοντας κατά νου τα παπούτσια στα πόδια των ανθρώπων που συναντάει. Έχει εμμονή με αυτά και ανάλογα με το σε τι κατάσταση βρίσκονται, μαζεύει πόντους, μετρώντας τους στα δάχτυλα.

«Όταν μετρήσω δέκα φορές το δέκα, κάτι καλό θα συμβεί, έτσι πάει το παιχνίδι» (σ. 12).

Ποτέ του δεν είχε τίποτα, παρά μόνο ένα παλιό κουτί ραπτικής, δώρο της μαμάς του, μέσα στο οποίο κρύβει τους θησαυρούς του.

Ο Αμερίγκο, όπως είναι το όνομά του, μαζί με τον εξίσου φτωχό φίλο του Τομμαζίνο και με χιλιάδες άλλα παιδιά, θα μπει στο τρένο που θα τον πάει στον Βορρά. Με τη φροντίδα του κουμουνιστικού κόμματος και σε μια προσπάθεια αλληλεγγύης, οι άνθρωποι του Βορρά θα φιλοξενήσουν τα παιδιά αυτά για ένα εξάμηνο στα σπίτια τους, προσφέροντάς τους ό,τι τους λείπει – φαγητό, ρούχα, ζεστασιά, μια νέα οικογένεια.

Έπειτα, τα παιδιά θα γυρίσουν πίσω στον Νότο στις βιολογικές τους οικογένειες και στην παλιά τους φτωχική ζωή. Μόνο που πλέον τίποτα δεν θα είναι ίδιο γι’ αυτά. Αλλού βρίσκονται οι επιθυμίες τους, αλλού  η οικογένειά τους, αλλού η ευκαιρία να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους. Κάποια θα συνεχίσουν να τα στηρίζουν οι οικογένειες του Βορρά, κάποια άλλα δεν θα επιστρέψουν καν. Τον Αμερίγκο, όμως, τον έχουν ξεχάσει. Ή τουλάχιστον έτσι πιστεύει εκείνος.

Το όνειρό του να σπουδάσει στο ωδείο βιολί διαψεύδεται αμέσως από τη μαμά του – τη μαμά του που ούτε η ίδια ποτέ δεν έχει δεχθεί ούτε ένα χάδι, δεν έχει ακούσει μια καλή, ενθαρρυντική κουβέντα. Πώς, λοιπόν, να προσφέρει τα παραπάνω στο παιδί της;

Έπειτα από έναν καυγά μεταξύ των δυο τους, ο μικρός ανεβαίνει στο τρένο για την Μπολόνια και έκτοτε δεν επιστρέφει ποτέ. Παρά μόνο πολύ αργότερα, για την κηδεία της μαμάς Αντονιέττα. Είναι ώρα να κλείσει τους παλιούς λογαριασμούς, ώρα να «διανύσει όλον τον δρόμο προς τα πίσω μέχρι να έρθει σε εκείνη, τη μαμά του» (σ. 299).

Από τα βρόμικα στενά της Νάπολης στον πλούσιο Βορρά. Από πεινασμένο και ταλαιπωρημένο χαμίνι το 1946, πλούσιος και φημισμένος βιολιστής στο Μιλάνο το 1994. Ένα τρυφερό και συνάμα σκληρό μυθιστόρημα, που μιλάει για σκληρούς αποχωρισμούς και τη βίαιη ενηλικίωση των παιδιών του Νότου της Ιταλίας. Των παιδιών που έγιναν παιδιά του Βορρά.

Η αφήγηση λαμβάνει χώρα σε δύο διαφορετικές χρονικές περιόδους, το 1946 και το 1994. Πάντα υπό το βλέμμα του μικρού ήρωα, σε πρώτο πρόσωπο. Μέσα από την οπτική του, ο Αμερίγκο ξεναγεί τους αναγνώστες σε μια Ιταλία που προσπαθεί να ορθοποδήσει μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, να συνέλθει από το ταρακούνημα, να πραγματοποιήσει επανεκκίνηση. Και έπειτα, το 1994, ο μεσήλικας πλέον ήρωας μάς μιλάει για την επώδυνη επιστροφή του στα πάτρια εδάφη της Νάπολης και για τον πόνο που προκαλείται, οξύ και βαθύ, από τον οποίο κανείς δεν μπορεί να γλιτώσει – γιατί μόνο έτσι μεγαλώνουμε.

Αυτά και άλλα πολλά είναι το μυθιστόρημα «Το τρένο των παιδιών» της Βιόλα Αρντόνε – ένα βιβλίο που θα σας συγκινήσει και θα σας κάνει να κλάψετε.