Τα βήματα που καθορίζουν μια ζωή

Συχνά είμαι επιφυλακτική όταν διαβάζω ένα μυθιστόρημα που χρησιμοποιεί ως υλικό αληθινά γεγονότα, δεδομένα ή άτομα. Πάντοτε υπάρχει ο κίνδυνος είτε να διαστρεβλωθούν τα στοιχεία είτε να ωραιοποιηθούν οι πράξεις, άρα να παραπλανηθεί ο αναγνώστης. Φυσικά, υπάρχουν και οι εξαιρέσεις ή οι περιπτώσεις στις οποίες οι συγγραφείς χρησιμοποιούν πραγματικά περιστατικά ως έμπνευση. Έτσι, συχνά καταφέρνουν να δημιουργήσουν ένα μυθιστορηματικό σύμπαν που πιθανόν να δίνει μια ουσιαστική ερμηνεία και των ίδιων των πραγματικών γεγονότων. Σε αυτή τη δεύτερη κατηγορία θα μπορούσαμε να κατατάξουμε τον Justin Cartwright και το μυθιστόρημά του «Το τραγούδι που δεν ακούστηκε ποτέ».

Ο Ελία Μέντελ και ο Άξελ φον Γκότμπεργκ συνδέονται με μια βαθιά φιλία και τις κοινές εμπειρίες της ζωής στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία αρχίζει να δοκιμάζει τη φιλία τους. Ο Ελία Μέντελ, εβραϊκής καταγωγής, παραμένει στην Οξφόρδη όπου και διδάσκει. Ο Άξελ φον Γκότμπεργκ θεωρεί ότι είναι καθήκον του να επιστρέψει στη Γερμανία. Ο Ελία αρχίζει να τον θεωρεί ναζί, όσο κι αν ο Άξελ προσπαθεί να τον πείσει ότι δουλειά του είναι να δημιουργήσει έναν πυρήνα αντίστασης στη Γερμανία. Τον Ιούλιο του 1944 γίνεται μια απόπειρα δολοφονίας του Χίτλερ η οποία αποτυγχάνει. Ο Άξελ συλλαμβάνεται μαζί με τους υπόλοιπους εμπνευστές του τολμηρού εγχειρήματος, δικάζεται και καταδικάζεται σε θάνατο διά απαγχονισμού. Εξήντα χρόνια αργότερα ο Ελία Μέντελ αφήνει ολόκληρο το προσωπικό του αρχείο στον φοιτητή του Κόνραντ  Σίνιορ και του αναθέτει την αποστολή να ανακαλύψει την αλήθεια για τον Άξελ και τον ρόλο του σε αυτή τη συνωμοσία. Ένα χαμένο φιλμ, στο οποίο έχει καταγραφεί ο απαγχονισμός του Άξελ, και οι συναντήσεις με τη σύζυγο του Άξελ, αλλά και με τη γυναίκα που αγαπούσε αλλά ποτέ δεν παντρεύτηκε, οδηγούν τον Κόνραντ σε έναν δρόμο που δοκιμάζει τα πιστεύω του αλλά και τις προσωπικές του σχέσεις.

Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί την τριτοπρόσωπη αφήγηση και συχνά μεταφέρεται ανάμεσα στο παρόν του Κόνραντ και το παρελθόν του Άξελ και του Ελία ακόμα και μέσα στα ίδια κεφάλαια. Αν αυτό αρχικά ξενίζει τον αναγνώστη, στη συνέχεια τον βοηθά να συνειδητοποιήσει σε πόσο μεγάλο βαθμό έχει επηρεαστεί η πραγματικότητα του Κόνραντ από την έρευνά του. Οτιδήποτε κάνει τον οδηγεί στο μονοπάτι αυτών των δύο αντρών. Είναι πολύ σημαντικό για αυτόν να καταλάβει τι πραγματικά συνέβη στον Άξελ, αν και ο Μέντελ έχει πια πεθάνει. Μέσα από αυτή την αναζήτηση καλείται να δοκιμάσει τα δικά του όρια, να επανεξετάσει τα όρια ανάμεσα στον ηρωισμό και τη φιλοδοξία και να συνειδητοποιήσει ότι οι ανθρώπινες σχέσεις –έρωτας, φιλία ή μίσος− εξελίσσονται, ανθίζουν ή μαραίνονται, αλλά ζουν πάντα μέσα στον καθένα, δεν σβήνουν ποτέ.

Ο Cartwright αντλεί την έμπνευσή του από τη φιλία που υπήρχε ανάμεσα στον Ιζάια Μπερλίν και τον Άνταμ φον Τροτ, ο οποίος εκτελέστηκε από τους ναζί για τη συμμετοχή του στην απόπειρα δολοφονίας εναντίον του Χίτλερ. Δεν στέκεται, όμως, μόνο στα γεγονότα, αλλά προσπαθεί να ανασυνθέσει, όσο είναι φυσικά δυνατόν, τα συναισθήματα των ατόμων. Αυτά τα συναισθήματα που απομακρύνουν τους ανθρώπους ή που τους κρατούν δεμένους με μια αόρατη κλωστή με άλλους μέχρι το τέλος της ζωής τους. Το τελευταίο γράμμα που γράφει ο Άξελ φον Γκότμπεργκ πριν πεθάνει είναι στο χαμένο φίλο του, τον Ελία. Η δική τους αόρατη κλωστή κόβεται μόνο με τον θάνατο.