«Μερικές φορές πιστεύω πως τίποτα δεν έχει νόημα. Σ’ έναν μικροσκοπικό πλανήτη, που κινείται προς το τίποτα εδώ κι εκατομμύρια χρόνια, γεννιόμαστε μες στον πόνο, μεγαλώνουμε, αγωνιζόμαστε, αρρωσταίνουμε, υποφέρουμε, κάνουμε άλλους να υποφέρουν, φωνάζουμε, πεθαίνουμε, πεθαίνουν, κι άλλοι γεννιούνται για να ξαναρχίσει η μάταιη κωμωδία.

Να είν’ αυτό, πραγματικά; Απόμεινα να σκέφτομαι εκείνη την ιδέα περί έλλειψης νοήματος. Όλη μας η ζωή να είν’ άραγε μια σειρά από ανώνυμες κραυγές σε μια έρημο από αδιάφορα άστρα;» (σελ. 49).

Ο Αργεντινός φυσικός, ζωγράφος, δοκιμιογράφος και λογοτέχνης Ernesto Sabato γεννήθηκε το 1911 στην ευρύτερη περιοχή του Μπουένος Άιρες και πέθανε έναν αιώνα αργότερα στην ίδια περιοχή. Μετά το διδακτορικό στη Φυσική και τις φιλοσοφικές μελέτες ταξίδεψε στην Ευρώπη και εργάστηκε στο εργαστήριο Κιουρί. Με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου είχε μία «υπαρξιακή κρίση» και αφιερώθηκε αποκλειστικά στη λογοτεχνία, βαθιά επηρεασμένος από το γαλλικό κίνημα του υπερρεαλισμού.

Το 1948 εκδίδει το «Τούνελ» το οποίο δέχεται τις διθυραμβικές κριτικές του Αλμπέρ Καμύ «θαυμάζοντας τη δριμύτητα και την έντασή του». Ο Καμύ θα το μεταφράσει στα γαλλικά, ο Τόμας Μαν θα το κρίνει ως εντυπωσιακό, ενώ συνολικά μεταφράστηκε σε δέκα γλώσσες και το 1988 μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο. Το Le Magazine Litteraire θα ονομάσει τον Sabato μέγα μάντη ισάξιο των Μπόρχες και Κορτάσαρ. Οι Los Angeles Times εστιάζουν στην ικανότητα του συγγραφέα να συλλαμβάνει την ένταση των παθών, ενώ το New York Times Book Review θα αναγάγει το μυθιστόρημα σε ένα κλασικό υπαρξιακό αριστούργημα με καθηλωτική και αξιομνημόνευτη επιρροή. Το 1961 εκδίδει το δεύτερο μείζον έργο του, «Περί ηρώων και τάφων». Η άτυπη τριλογία του ολοκληρώνεται με το «Αβαδδών ο Εξολοθρευτής», βιβλίο το οποίο η  γαλλική λογοτεχνική βιομηχανία θα βραβεύσει ως Καλύτερο Ξένο Μυθιστόρημα το 1976.

Ο συγγραφέας καθιερώνεται ως εξέχουσα μορφή της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας. Τιμάται με τα βραβεία Θερβάντες, Μενέντες Πελάγιο, Χερουσαλέν και με το χρυσό μετάλλιο του Κύκλου των Καλών Τεχνών της Μαδρίτης. Το 1999 απέκτησε και την ιταλική υπηκοότητα και με τον θάνατό του το 2011, η ισπανική El Mundo αναφέρθηκε σε αυτόν ως τον τελευταίο επιζώντα των Αργεντινών συγγραφέων με κεφαλαία γράμματα.

Βρισκόμαστε στο μεταπολεμικό Μπουένος Άιρες όπου ο τριανταοκτάχρονος ζωγράφος Χουάν Πάμπλο Καστέλ γνωστοποιεί σε μας αυτό που ήδη γνωρίζουν όλοι οι κάτοικοι της πόλης, δηλαδή ότι δολοφόνησε τη Μαρία Ιριμπάρνε που δεν ήταν δυνατό να ήταν πάνω από είκοσι έξι ετών. Επιδιώκει να διηγηθεί μέσα από το κελί της φυλακής του, την ιστορία του εγκλήματός του, όχι μόνο την πράξη αυτή καθεαυτή ή τη δίκη που ακολούθησε, αλλά πολύ περισσότερο να αφηγηθεί με αμερόληπτο και απέριττο τρόπο τη σχέση του με το θύμα.

Σε μια ανοιξιάτικη έκθεση ζωγραφικής το 1946 στην οποία συμμετέχει και ο Χουάν με το έργο του «Μητρότητα», βλέπει για πρώτη φορά τη Μαρία η οποία  κοιτάζει για ώρα αποσβολωμένη τον πίνακά του. Μήνες μετά τη συναντά στο αντικρινό πεζοδρόμιο, την ακολουθεί, της μιλάει στο εσωτερικό του κτιρίου της εταιρίας Τ που εισήλθε, στη συνέχεια τη χάνει και επιστρέφει στο σπίτι του αρκετά απογοητευμένος, σκεπτόμενος ότι εξαφανίστηκε το μοναδικό πρόσωπο που κατανόησε τη ζωγραφική του. Την επόμενη ημέρα στήνεται στην είσοδο των γραφείων της Τ, όταν επιτέλους η Μαρία εμφανίζεται στον σταθμό του μετρό. Έπειτα από μια σύντομη αλλά έντονη συζήτηση περί τέχνης, συμφωνούν να ξαναϊδωθούν. Το ίδιο βράδυ της τηλεφωνεί λέγοντάς της πως του λείπει αφόρητα. Το επόμενο πρωί της τηλεφωνεί ξανά, εκείνη λείπει στην εξοχή και ο Καστέλ πηγαίνει στο σπίτι της. Εκεί συναντά τον τυφλό σύζυγό της Αλιέντε, που τον πληροφορεί ότι η Μαρία βρίσκεται στο εξοχικό του ξαδέλφου του, του Χάντερ. Ο Χουάν της στέλνει ένα γράμμα και εκείνη του απαντάει.

Όταν επιστρέφει στο Μπουένος Άιρες συναντιούνται και η Μαρία τον προειδοποιεί ότι κινδυνεύει. Η παράνομη ερωτική σχέση δεν αργεί να ξεκινήσει με τη Μαρία να τον επισκέπτεται πολύ συχνά στο ατελιέ του. Εκείνος όμως αμφιβάλλει για τα συναισθήματά της. Θεωρεί ότι όλα είναι μία προσποίηση, και είναι πεπεισμένος ότι είναι ερωμένη και του Χάντερ ενώ ταυτόχρονα της έχει παραδοθεί, εντελώς ανυπεράσπιστος, ή έτσι νομίζει εκείνη.

Στο ψυχολογικό, σκοτεινό και  υπαρξιακής φύσεως μυθιστόρημα κυριαρχεί η πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Το βιβλίο αποτελείται από 39 μικρά, αλλά κοφτερά, πυκνογραμμένα κεφάλαια που κρατούν τον αναγνώστη σε μία δραματική εγρήγορση. Ο ήρωας δεν ανέχεται «την επανάληψη του τύπου», δηλαδή τη διαπίστωση όμοιων χαρακτηριστικών, κινήσεων και φωνητικών διακυμάνσεων στους ανθρώπους –μεταξύ αγνώστων ή χειρότερα με τους συγγενείς τους–, που τους κάνει να χάνουν τη μοναδικότητα της ύπαρξής τους. Απεχθάνεται την υπεροψία, τη φλυαρία, την ανακρίβεια και τη ματαιοδοξία ακόμη και αυτή που ενυπάρχει στη μετριοφροσύνη. Δεν ανήκει σε συγκεκριμένα δόγματα, καλλιτεχνικές τάσεις, αδελφότητες και ομαδοποιήσεις. Ο Καστέλ είναι ήδη διαταραγμένος –συναισθηματικά και φυσικά απομονωμένος από την αστική κοινωνία που τον περιβάλλει–, όταν γνωρίζει τη Μαρία με την οποία θα αποκτήσει εμμονή κατά τη διάρκεια της ολέθριας σχέσης τους. Στο τραγικό αυτό έργο, ο αναγνώστης συνειδητοποιεί ότι ο πρωταγωνιστής είναι το τούνελ που αναφέρει ο συγγραφέας στον τίτλο του. Το μοναδικό, σκοτεινό και μοναχικό τούνελ που υπήρχε στον ζωγράφο και τρεφόταν από αυτόν, βάθαινε και γιγαντωνόταν, και αυτό δεν είναι άλλο παρά η ζωή του ολόκληρη μέχρι τώρα. Ο ήρωας βρήκε τον μοναδικό άνθρωπο που μπορούσε να τον καταλάβει –αυτόν και την τέχνη του– για να μην αισθάνεται πια μόνος στον κόσμο. Εκείνη όμως που τον ανέσυρε από την απύθμενη σήραγγα της αλλοτρίωσης δεν έτυχε του αρμόζοντος τέλους.