Τα 21 διηγήματα της Νίκης Τρουλλινού που περιλαμβάνονται στη συλλογή «Το τελευταίο καλοκαίρι της αθωότητας», είναι ιστορίες μεστές νοημάτων, φτιαγμένες από υλικά της πραγματικότητας και της φαντασίας με τη συνεπικουρία (και) του συνειρμού. Ένα νεανικό καλοκαίρι στη Γαύδο, μια πωλήτρια μαντιλιών στην οδό Αιόλου, ένα τραγούδι (“Todo cambia”), η «ξένη», μόνιμος κάτοικος πλέον της πόλης και του νησιού, μια μετακόμιση, δύο φωτογραφίες (η μία σαν καρτ ποστάλ), ο μουσικός με το ξύλινο πόδι, ο παραλίγο συνταξιούχος καθηγητής. Η ακροβασία του «χαμένου ρο», το εξαιρετικά πυκνό διακειμενικά «Οι εκδοχές του ποταμού». Οι αφηγητές διαφορετικοί, πότε άντρας πότε γυναίκα, σπάνια πρωτοπρόσωποι. Σκηνές, βιώματα, αναμνήσεις, συμπτώσεις. Γέλιο λυτρωτικό έπειτα από ένα μάλλον αμήχανο γιορτινό γεύμα: «Γέλιο γάργαρο, σωτήριο, γέλιο πονεμένο, το γέλιο του γλίσχρου μισθού στο γκισέ του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, γέλιο-εκδίκηση, κρυφό καμάρι τα κουρντισμένα του αγόρια, γέλιο-εμπιστοσύνη στον σιωπηλό του Λευτέρη και στον προκλητικό του Τάσο˙» («Έχετε μείνει στο Κεμπίνσκι;», σελ. 48). Στην  «Κορυφή του Γιούχτα», απελευθέρωση του γύπα «νούμερο ογδονταδύο». Όταν ένα καφάσι πέφτει από τον ώμο του νεαρού –μετανάστη– μεταφορέα και οι άνθρωποι τρέχουν αυθόρμητα να μαζέψουν τα σκόρπια πορτοκάλια: «Άνθρωποι όλοι τους δίπλωναν και ξεδίπλωναν τη μέση τους, σχηματίζουν μια τρυφερή αλυσίδα, χέρι-πορτοκάλι, πορτοκάλι-χέρι, αυτοσχεδιάζουν χαμόγελα, εφευρίσκουν ματιές, χαρτογραφούν αναπάντεχες συνευρέσεις, γλυκά και απογευματινά, λαμπερά πορτοκάλια στα χέρια όλων τους, γραμμή για το κασόνι του νέου, ένα, πέντε, δέκα, είκοσι» («Τα πορτοκάλια του Δαιδάλου», σελ. 104). Μια πόλη που (συνήθως) δεν είναι η Αθήνα: «Ωραίο το χωρίον μου, αλλά η πόλη, δικέ μου, άλλη ζωή, άλλη εικόνα, χάνω τη φύση και βρίσκω την ιστορία, περνάω τις παλιές καστρόπορτες και ονοματίζω μάχες και τάφους και ιερά τέρατα, στο σημειωτόν όλα, βλέπεις, καβαλήσαμε τα αυτοκίνητα όλοι σαν άτια να κατακτήσουμε την αιωνόβια πολιτεία» («Οι άντρες δεν κλαίνε», σελ. 149).

Τα λόγια διηγήματα της Νίκης Τρουλλινού διατρέχει η μνημοσύνη, όπως σημείωσε εύστοχα στην αθηναϊκή παρουσίαση του βιβλίου ο καθηγητής Γιώργης Γιατρομανωλάκης, υπερβαίνουν το χρόνο, δε σταματούν πουθενά και γι’ αυτό μας προσφέρουν μία διέξοδο από τη σκυθρωπή καθημερινότητα και μία γνήσια αναγνωστική απόλαυση.