«Είχα γνωρίσει ένα σωρό κόσμο, ανθρώπους φτασμένους ή και άλλους, που δεν είχαν ξεκινήσει καν την πορεία τους, μα αργά ή γρήγορα, όλοι τους ανεξαιρέτως θα αποκτούσαν το ίδιο ανικανοποίητο ύφος, έτσι κι εγώ είχα καταλήξει στο συμπέρασμα πως ήταν προτιμότερο απλώς να κάθεσαι και να παρατηρείς τη ζωή […]».

Ο Τζανφράνκο Καλίγκαριτς δεν επέλεξε τη Ρώμη ως σκηνικό για το πρώτο μυθιστόρημά του – την επέλεξε ως σκηνή για τη ζωή του.

Διαβάζοντας «Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη» είναι διάχυτη η αίσθηση πως η αφήγηση δεν μπορεί παρά να έχει τροφοδοτηθεί από τις εικόνες της ζωής του, και πως ο Λέο Γκατζάρα, αυτός ο αντιήρωας, που σε πρώτο πρόσωπο μας μιλά σε όλο το μυθιστόρημα, θα πρέπει να είναι ένα alter ego του συγγραφέα. Και πράγματι, ανατρέχοντας στις συνεντεύξεις του Καλίγκαριτς, αυτή η αίσθηση δεν διαψεύδεται: όπως ο ήρωάς του, ο συγγραφέας μεγάλωσε στο Μιλάνο, με την ενηλικίωσή του έφυγε για τη Ρώμη, και ασχολήθηκε εκεί με τη δημοσιογραφία. Όπως κι ο ήρωάς του, ο  συγγραφέας βρέθηκε άφραγκος για κάποιο διάστημα, και αποφασισμένος να γράψει αυτό που η δημιουργική εσωτερική του φωνή τον καλούσε: ένα σενάριο ο μυθιστορηματικός ήρωας Λέο Γκατζάρα, ένα μυθιστόρημα για τη Ρώμη («Το τελευταίο καλοκαίρι στην πόλη», όπως είναι ο πρωτότυπος τίτλος) ο ίδιος ο Τζανφράνκο Καλίγκαριτς. Ο μυθιστορηματικός ήρωας προοικονομεί τα βήματα του συγγραφέα, αφού ο Καλίγκαριτς θα ασχοληθεί και ο ίδιος συστηματικά με τη συγγραφή σεναρίων, μετά την έκδοση του πρώτου του βιβλίου.

Για τις κινηματογραφικές εικόνες του βιβλίου, δεν είναι εξίσου εύκολο να ξέρουμε αν αντιστοιχούν με τον ίδιο τρόπο στην πραγματικότητα. Αλλά δεν είναι γι’ αυτό λιγότερο αληθινές: η περιπλάνηση του Λέο με την Αριάννα, την κοπέλα που έχει μόλις γνωρίσει, στη νυχτερινή Ρώμη, οι εκδρομές του μαζί της στις θάλασσες κοντά στην πόλη, καθώς η σχέση τους (δεν) προχωρά, η μέρα που πηγαίνει να πιάσει δουλειά στην τηλεόραση της RAI.

Φαντάζεται κανείς σαν σκηνή από ταινία τη συνάντηση του Λέο με την Αριάννα στην πιάτσα ντελ Πόπολο, όταν ακριβώς τη στιγμή που ο Λέο προσπαθεί να της εξομολογηθεί τα αισθήματά του, βρίσκεται να μαζεύει τα πορτοκάλια που κατρακύλησαν από την τσάντα μιας περαστικής. Ή τη σκηνή προτού ακόμα ξημερώσει, στον φούρνο που μόλις έχει ξεφουρνίσει κρουασάν και ψωμάκια, «μια κατάλευκη κόλαση από αλεύρια και ανθρώπους που δούλευαν».

Ο Καλίγκαριτς βάζει στο στόμα των ηρώων του κατά σύστημα ειρωνικές, πικρές, στοχαστικές ατάκες – και είναι αυτές που δίνουν εν τέλει τον τόνο στο βιβλίο: «οι αναγνώστες είναι είδος προς εξαφάνιση, σαν τις φάλαινες, τις πέρδικες και τα άγρια ζώα», «η ομορφιά, αγαπητέ μου, δε ζέχνει ούτε κόπο ούτε μόχθο, έρχεται κατευθείαν από το Θεό και αυτό από μόνο του φτάνει για να την κάνει τη μοναδική πραγματική ανθρώπινη αριστοκρατία», «ήταν μια οικτρή εκδοχή των Τριών αδερφών – το μόνο ενδιαφέρον που είχε ήταν οι απέλπιδες προσπάθειες του σκηνοθέτη και των ηθοποιών να καταστρέψουν το κείμενο και η υπέροχη, ειρωνική αντίσταση του ίδιου του έργου».

Το βιβλίο του Καλίγκαριτς είναι από πολλές απόψεις, μισό αιώνα μετά, σημερινό: στη σημασία που έχει ένα άσπρο λινό κουστούμι, στις διάχυτες νευρώσεις, στις σχέσεις σαν κοινωνικό ασανσέρ και στη συναισθηματική δυσπραγία, στην έλλειψη φιλοδοξίας σαν κοινωνική αναπηρία. Αν το βιβλίο μοιάζει ίσως ρετρό, είναι μόνο για τις παρωχημένες τεχνολογίες με τις οποίες ζουν οι ήρωές του,  όπως η γραφομηχανή όπου δακτυλογραφεί τις απομαγνητοφωνήσεις των ρεπορτάζ ο Λέο και η αναλογική επικοινωνία του με την Αριάννα.

Μπορεί να διαβάσει κανείς το βιβλίο του Καλίγκαριτς ως μυθιστόρημα μηδενιστικό.  Παρακμιακό, που αφορά τους αποτυχημένους, τους ξοφλημένους, τους αλκοολικούς. Αν είναι παρακμιακό, όμως, είναι γιατί, δυο βαλίτσες γεμάτες βιβλία δεν ήταν εφόδιο αλλά ήταν βάρος, κι ένα άσπρο κουστούμι, ούτε καν λινό, αρκούσε για να δώσει σχήμα και σώμα στην επιτυχία.

Η συνέντευξη εδώ:

https://www.pulplibri.it/intervista-a-gianfranco-calligarich/