«Κυνηγώντας το Κόκκινο»

Πιστεύω ακράδαντα ότι το να δημιουργήσεις και να κλείσεις μέσα στις σελίδες ενός βιβλίου μια καλή ιστορία, μια ιστορία που θα κάνει όσους τη διαβάσουν (λίγοι, πολλοί ή εκατομμύρια) να ταυτιστούν, να συγκινηθούν, να φοβηθούν, να ζήσουν στον κόσμο της, είναι μια ικανότητα που ανήκει στην τέχνη της μαγείας. Και ξέρω ότι θα διαβάσω κάτι αληθινά καλό σχεδόν από τις πρώτες σελίδες, μερικές φορές και από την αύρα του βιβλίου – μιας και μιλάμε για μαγεία. Αυτό ακριβώς συνέβη και με το «Τελευταίο αίνιγμα» της Marisha Pessl. Το ξεχώρισα ήδη από τον πάγκο του βιβλιοπωλείου και, λες και με ξεχώρισε κι αυτό, ήρθε μόνο του σε μένα λίγες μέρες αργότερα. Γιατί όλες οι καλές ιστορίες είναι ζωντανές. Και η σκοτεινή ιστορία που ξεδιπλώνεται μέσα στις 800 σελίδες της είναι αριστουργηματικά καλή. Και επικίνδυνα ζωντανή: παραμονεύει σαν αιλουροειδές…

Τι συμβαίνει, λοιπόν, όταν μπεις στο ερεβώδες άνοιγμα όπου σε καλεί το εξώφυλλο του βιβλίου; Πλάνο πρώτο, συναντάμε τον ήρωα, έναν σαραντάρη δημοσιογράφο στη Νέα Υόρκη, να κάνει τζόκινγκ στις 2 τα ξημερώματα στο Σέντραλ Παρκ, κάτω από τη βροχή. Είναι ένας άνθρωπος νικημένος. Έχει χάσει τα πάντα: η γυναίκα του τον έχει αφήσει και η μικρή κόρη του ζει πλέον με έναν πατριό, ενώ έχει καταστραφεί επαγγελματικά όταν από μια λάθος πληροφορία και μια αψυχολόγητη κίνηση υπονόησε σε μια τηλεοπτική εκπομπή ότι έχει στοιχεία που παραπέμπουν σε εγκληματικές πράξεις για έναν διαβόητο σκηνοθέτη ταινιών θρίλερ, τον Στάνισλας Κορντόβα, που πάμπλουτος και βραβευμένος με Όσκαρ ζει απομονωμένος σε μια έπαυλη στο δάσος και ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά γι’ αυτόν. Οι ταινίες του (απ’ όπου δανείστηκα και τον τίτλο της παρουσίασης) έχουν πια απαγορευτεί, όταν κάποιοι δολοφόνοι άρχισαν να μιμούνται στην πραγματική ζωή τα όσα διαδραματίζονται σε αυτά τα φιλμ. Συνεχίζουν, όμως, να προβάλλονται σε μυστικές συνάξεις των φανατικών οπαδών του. Ένα είναι σίγουρο για τον Κορντόβα: ότι όσοι βρίσκονται κοντά του, οικογένεια, σχέσεις, ηθοποιοί, έχουν άσχημη μοίρα…

Ο δημοσιογράφος δεν έχει ξεχάσει πώς ο σκηνοθέτης τον συνέθλιψε επαγγελματικά, ούτε την έρευνά του για τις φήμες που τον περιβάλλουν: ο Κορντόβα είναι η λευκή του φάλαινα, ποτέ δεν θα πάψει να είναι ο στόχος του. Και εκείνο ακριβώς το βροχερό ξημέρωμα του Οκτώβρη οι δρόμοι τους θα διασταυρωθούν ξανά: μια εύθραυστη κοπέλα με κόκκινο παλτό, με το πρόσωπό της πάντα στις σκιές, εμφανίζεται στο πάρκο και μοιάζει να τον παρακολουθεί. Τις επόμενες μέρες ο δημοσιογράφος θα μάθει ότι ήταν η κόρη του Κορντόβα και ότι αυτοκτόνησε υπό περίεργες συνθήκες. Και το κυνήγι της λευκής φάλαινας ξεκινά…

Αρχίζει και πάλι την έρευνα, μέσα από αντικρουόμενες και όχι ιδιαίτερα αξιόπιστες μαρτυρίες για τον σκηνοθέτη, από ανθρώπους που τον γνώρισαν ή που νομίζουν ότι συναντήθηκαν μαζί του, και από τα στοιχεία που εντοπίζει στο site των οπαδών του. Στην πορεία θα συνδεθεί με μία άστεγη κοπέλα που προσπαθεί να γίνει ηθοποιός και έναν ναρκομανή νεαρό που γνώριζε την κόρη του σκηνοθέτη όταν ήταν έφηβοι. Θα γίνουν ομάδα και θα καταδυθούν σε έναν λαβύρινθο χωρίς μίτο που μπορεί να τους καταπιεί για πάντα: Μαγεία, εγκεφαλικά παιχνίδια, ψευδαισθήσεις και παραισθήσεις, αναξιόπιστοι μάρτυρες και αφοσιωμένοι λάτρεις του σκηνοθέτη που είναι αποφασισμένοι να τους σταματήσουν… Και η μορφή της νεκρής κοπέλας, με το εμβληματικό κόκκινο παλτό, τους στοιχειώνει συνεχώς…

Το θρίλερ-έπος που δημιούργησε η Marisha Pessl βρίθει ψυχολογικών, μυθικών και μαγικών συμβολισμών που στοχεύουν απευθείας στο υποσυνείδητο και σε κάνουν αληθινά να φοβάσαι και ταυτόχρονα να μην αφήνεις το βιβλίο από τα χέρια σου. Προσωπικά, όταν δεν διάβαζα το βιβλίο, το είχα συνέχεια στο μυαλό μου, λαχταρώντας τη στιγμή που θα βυθιστώ ξανά στη σκοτεινιά του. Παράλληλα, το αριστοτεχνικά χτισμένο σασπένς, οι ανατροπές και ο όγκος των αντικρουόμενων πληροφοριών που αναδύονται στο φως (υπάρχει ένα εξαιρετικό εύρημα εδώ για το πώς η συγγραφέας εμπλέκει στην έρευνα τον αναγνώστη, αλλά δεν θέλω να σας χαλάσω την έκπληξη) έχουν σαν αποτέλεσμα να αισθάνεσαι μέλος της ομάδας των ηρώων και να τρέμεις, αλλά και να φαντασιώνεσαι ταυτόχρονα, τη στιγμή που θα βρεθείς πρόσωπο με πρόσωπο με τον Κορντόβα. Σε ό,τι με αφορά, θα μπορούσα να διαβάσω άλλες 800 σελίδες και πάλι δεν θα μου έφταναν…

Συμφωνώ απόλυτα με τον μεταφραστή Αύγουστο Κορτώ, που έχει κάνει εξαιρετική δουλειά, ο οποίος σημειώνει στο οπισθόφυλλο ότι δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσει τον καταραμένο Στάνισλας Κορντόβα. Η συγγραφέας κατάφερε να φτιάξει έναν σκοτεινό χαρακτήρα που θα μείνει κλασικός. Και χαίρομαι πολύ που είναι γυναίκα – μαζί με την Τζίλιαν Φλιν απλά κλείνουν τα στόματα εκείνων οι οποίοι ισχυρίζονται ότι οι γυναίκες δεν μπορούν να γράψουν παρά «γυναικεία λογοτεχνία». Σε κάθε περίπτωση, αν πιστεύετε ότι ο φόβος είναι το κλειδί που ανοίγει τα σκοτεινά δωμάτια της ψυχής και είστε έτοιμοι να περάσετε την πύλη, είμαι σίγουρη ότι θα συναντηθείτε σύντομα με το «Τελευταίο αίνιγμα»…