Το στρίψιμο της βίδας ή η «λογική» του υπερφυσικού

Μια νεαρή γκουβερνάντα αναλαμβάνει την ανατροφή δύο παιδιών, του Μάιλς και της Φλώρα, μετά τον θάνατο των γονιών τους. Εγκαθίσταται σε έναν πύργο στην εξοχή όπου σύντομα θα συνειδητοποιήσει ότι δεν είναι μόνη με τα παιδιά. Τα φαντάσματα της προηγούμενης γκουβερνάντας και του παιδαγωγού στοιχειώνουν με την παρουσία τους το παλιό αρχοντικό. Θα καταφέρει η νεαρή κοπέλα να προστατεύσει τα παιδιά και να κρατήσει μακριά τα ζοφερά όντα ενός άλλου κόσμου; Ή μήπως είναι μάταιη κάθε αντίσταση σε μια πραγματικότητα που δημιούργησε η πιο νοσηρή φαντασία;

Πραγματικότητα και φαντασία συνυπάρχουν, λογική και υπερφυσικό ακροβατούν σε τεντωμένο σκοινί, ζωντανοί και πεθαμένοι κάνουν μεταξύ τους παρέα στο αριστούργημα του Χένρι Τζέιμς «Το στρίψιμο της βίδας». Μια νουβέλα που, παρ’ ότι κυκλοφόρησε το 1898, διαβάζεται ακόμα και σήμερα ως μία από τις πιο συναρπαστικές ιστορίες της φανταστικής λογοτεχνίας.

Επιλέγοντας τρία διαφορετικά –και ανεξάρτητα μεταξύ τους– επίπεδα αφήγησης –κάποιου άγνωστου αφηγητή που άκουσε την εν λόγω ιστορία διά στόματος του κυρίου Ντάγκλας, που και αυτός την ανάγνωσε από το χειρόγραφο της βασικής πρωταγωνίστριας, της γκουβερνάντας– ο συγγραφέας αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο, χρησιμοποιώντας απλό, αλλά ουσιαστικό λόγο, και δημιουργεί γκόθικ, αλλόκοτη και σκοτεινή ατμόσφαιρα, ενώ το υπαινικτικό στοιχείο και η μυστικοπάθεια της πλοκής εντείνουν και κορυφώνουν το μυστήριο.

Όσο ο αναγνώστης διαβάζει, τόσο περισσότερο γοητεύεται και εισχωρεί στα άδυτα των όσων συμβαίνουν, που τελικά γίνονται κτήμα του. Σε αυτό άλλωστε συμβάλλουν και οι εκπληκτικά λεπτομερείς περιγραφές, καιρού, ατμόσφαιρας, εσωτερικών και εξωτερικών χώρων, αντιδράσεων και κινήσεων των ηρώων, που αφυπνίζουν τις αισθήσεις και δημιουργούν απτές εικόνες. Ενώ ο Χένρι Τζέιμς δεν παραλείπει να παρουσιάσει τους ήρωές του ως ολοκληρωμένες οντότητες, εισχωρώντας στα βάθη του είναι τους και συχνά πυκνά αποκαλύπτοντας τις σκέψεις τους και τη λογική αλληλουχία που ακολούθησαν για τις πράξεις τους.

Αναφερόμενη σε μία από τις πιο πρόσφατες εκδόσεις του συγκεκριμένου έργου στα ελληνικά, αυτή του Μίνωα, θα ήταν άδικο να μη γίνει λόγος για την ξεχωριστή μετάφραση του Δημήτρη Στεφανάκη. Με την κατάλληλη επιλογή των λέξεων και με προσεκτική χρήση της ελληνικής γλώσσας δίνει ένα κείμενο που δεν υστερεί σε τίποτα από το πρωτότυπο και μεταφέρει επιτυχώς την ατμόσφαιρα μυστηρίου, όπως και ό,τι άλλο επιθυμούσε ο Χένρι Τζέιμς, γράφοντας τη νουβέλα αυτή.