«Οι σκιές υπήρχαν πολύ πριν υπάρξουν οι άνθρωποι»
Με έναν εξαιρετικό τίτλο ο πρωτοεμφανιζόμενος Γιάννης Θωμαδάκης μας συστήνει ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα φολκλορικού τρόμου που διαδραματίζεται στην Κρήτη, στη σύγχρονη εποχή αλλά και ενενήντα χρόνια πριν, καθώς το παρελθόν αναδύεται στο παρόν και οι σκιές ζητούν εκδίκηση ή δικαίωση…
Με σκηνικό της πλοκής ένα λαγκάδι με βαρύ ίσκιο, όπου οι άνθρωποι δεν τολμούν να το διαβούν ή να το κατοικήσουν, στο φανταστικό χωριό Βελανιδοχώρι ψηλά στα Λευκά Όρη του νομού Χανίων, εκτυλίσσονται τα γεγονότα στα οποία εμπλέκονται οι οικογένειες του χωριού γενιές πριν: τα γεγονότα αυτά αρχίζουν να ξετυλίγονται και στη σημερινή εποχή με αφορμή (ή πιο σωστά με δίαυλο) το βιβλίο-χρονικό για την ιστορία του τόπου που επιχειρεί να γράψει ο ηλικιωμένος πρόεδρος της κοινότητας. Και λες και ανοίγει ο ασκός του Αιόλου, το χωριό ανακαλύπτει και ξαναζεί τη σκοτεινή κληρονομιά του: φαντάσματα, βρικόλακες, δαιμόνια, κατάρες και ένας πόλεμος μεταξύ δύο ισχυρών μαγισσών, που ξεκινά πολλά χρόνια πίσω από τη Σμύρνη και φτάνει μέσω των προσφύγων στην Κρήτη.
Σε ένα κείμενο που κινείται μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, ο Γιάννης Θωμαδάκης θίγει και ορισμένα κοινωνικά και ψυχολογικά θέματα: το ρατσισμό, τη φτώχεια, το ξύπνημα της σεξουαλικότητας, το τίμημα της διαφορετικότητας σε μια μικρή κοινωνία που δεν μπορεί καν να την αντιληφθεί ως έννοια. Κατά την εκτίμησή μου, οι καλύτερες στιγμές της γραφής του είναι όταν αφήνει ελεύθερη τη λυρική πλευρά της, αποτυπώνοντας εξαιρετικά έναν σκοτεινό, σχεδόν γοτθικό, ρομαντισμό, χωρίς όμως να χάνει την αυθεντικότητα και τη ζωντάνια της προφορικής λαϊκής αφήγησης που σε μεγάλο βαθμό έχει ακολουθήσει στο βιβλίο. Άλλωστε το λέει και ίδιος στην αφιέρωση που απευθύνεται στη γιαγιά του, ότι εκείνη του έδωσε την έμπνευση και του εμπλούτισε τη φαντασία με τις ιστορίες που του αφηγούταν τις χειμωνιάτικες νύχτες στο σπίτι των παππούδων του.
Από τις ιστορίες που μπλέκονται στις σελίδες σαν τα πυκνά κλαδιά των δέντρων στο στοιχειωμένο λαγκάδι, ξεχώρισα την ιστορία του Υάκινθου και της Μελπομένης -ένας ερωτικός δεσμός με μια τόσο σκοτεινή κατάληξη που θα μπορούσε να αποτελέσει μια επιτυχημένη ταινία τρόμου-, αλλά και την πραγματικά τρομακτική σκηνή όπου μία εκ των δύο μαγισσών του χωριού, επικαλείται σε ένα σταυροδρόμι το «Κάλεσμα του Διαβόλου» (και θυμήθηκα την επίμονη συμβουλή της δικής μου γιαγιάς να αποφεύγουμε τα σταυροδρόμια γιατί εκεί ρίχνουν οι μάγισσες τα «δεσίματά τους», άρα είναι μέρη επικίνδυνα).
Κλείνοντας αυτή την παρουσίαση, θέλω να πω ότι έχοντας μεγάλη αγάπη γι’ αυτές τις λαϊκές σκοτεινές παραδόσεις και αφηγήσεις από τους παππούδες και τις γιαγιάδες μας, με τις οποίες όλοι μεγαλώσαμε, είμαι πραγματικά ευτυχής να διαβάζω βιβλία σύγχρονων Ελλήνων συγγραφέων που τις τιμούν και τις χρησιμοποιούν ως υλικό για τη φαντασία τους.