Ένας νέος συγγραφέας, ο οποίος φιλοδοξεί να ζήσει αποκλειστικά από τη γραφή, αποδέχεται την πρόσκληση ενός επίδοξου μαικήνα των τεχνών να φιλοξενηθεί για μία εβδομάδα στο σπίτι του στην Ύδρα και να «διαγωνιστεί» για μία υποτροφία τριών μηνών. Φθάνοντας στο νησί, ο Νίκο Βελισάρης θ’ ανακαλύψει ότι είναι ο μοναδικός διαγωνιζόμενος για την υποτροφία και ότι το απομονωμένο, στην κορυφή ενός λόφου, σπίτι του ανάπηρου οικοδεσπότη του, τον οποίο φροντίζει ένας αφοσιωμένος σε αυτόν μπάτλερ, προσφέρει πράγματι όλες τις ανέσεις και τα ερεθίσματα σε έναν συγγραφέα για να μεγαλουργήσει.

Ο υποψιασμένος αναγνώστης ενδεχομένως θα μαντέψει από την αρχή την εξέλιξη αυτής της ιστορίας: σύντομα ο Βελισάρης θα αντιληφθεί το παράδοξο της κατάστασης στην οποία έχει βρεθεί. Ένας εγκλεισμός, ουσιαστικά, στον οποίο όμως του επιτρέπεται να κινείται ελεύθερα εντός και εκτός σπιτιού, υπό τον αυστηρό  περιορισμό της σκληρής εργασίας και της προετοιμασίας για την τελευταία ημέρα, οπότε θα πρέπει να παρουσιάσει ολοκληρωμένο το διήγημά του. Η συγγραφική έμπνευση καλπάζει καθώς μέσα του αρχίζει να φωλιάζει ο φόβος. Η δραματική κορύφωση επέρχεται με την ξαφνική αδιαθεσία του Συμεών, του μπάτλερ που απαγγέλλει ως εκ του φυσικού αποσπάσματα από την παγκόσμια λογοτεχνία του φανταστικού και ο οποίος αποπνέει μια ζεστασιά – σε αντίθεση με την ψυχρότητα του εργοδότη του, που έχει επινοήσει όλο αυτό το σκηνικό για να προκαλέσει τη γέννηση ενός λογοτεχνικού έργου.

Τα πιο δυνατά σημεία της νουβέλας του Γιώργου Μητά (και εξόχως ενδεικτικά της τέχνης του) είναι, κατά την υποκειμενική μας κρίση, εκείνα όπου περιγράφει τη γέννηση της καλλιτεχνικής δημιουργίας (σελ. 63-64), τη διαδικασία της γραφής (σελ. 68), τη γένεση του ήρωα (σελ. 93), τον ήρωα και τον κόσμο (σελ. 99). Το κείμενο βρίθει διακειμενικών αναφορών –οι σημειώσεις στις σελ.131-135 είναι πολύ διαφωτιστικές– και διαπνέεται από μια θετική διάθεση, που δεν επιθυμεί να προκαλέσει τρόμο ή να δημιουργήσει αδιέξοδα, σε αντίθεση, ίσως, με τις απαιτήσεις των σκληροπυρηνικών οπαδών του είδους της λογοτεχνίας του φανταστικού.

Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η ιστορία υφαίνεται σε έναν στέρεο αφηγηματικό σκελετό χωρίς χάσματα και ότι η γλώσσα ανταποκρίνεται πλήρως στο ύφος του κειμένου.