Εκεί που η μοναξιά έχει τον πρώτο λόγο
Ένας μοναχικός νάνος λαχταρά όσο τίποτα άλλο τη συναναστροφή με άλλους ανθρώπους. Με φίλους του. Μόνο που δεν υπάρχει κανείς. Άλλοι τον κοροϊδεύουν λόγω του ύψους του, άλλοι τον υπερασπίζονται και τον προστατεύουν, αλλά μέχρι εκεί. Ύστερα αδιαφορούν. Ο Ρετζέπ, ο νάνος, είναι στην υπηρεσία μιας πολύ ιδιότροπης γριάς που του κάνει καθημερινά τη ζωή κόλαση. Γύρω του, παρακολουθώντας τις οικογένειες να τρώνε, να πηγαίνουν βόλτα, να κάθονται στα καφενεία, να ζουν όμορφα, βλέπει μόνο ευτυχία και καλοπέραση. Και αυτό επιτείνει τη μοναξιά του.
Η Φατμά, η ιδιότροπη γριά, μιλάει για τη μοναξιά της, πιάνει συζήτηση με τον πεθαμένο πλέον σύζυγό της, στήνει ολόκληρους διαλόγους – και εσωτερικούς μονολόγους εκφράζοντας με αυτόν τον τρόπο σκέψεις και παράπονα. Παρελθόν –το παρελθόν της– και παρόν –το παρόν της από τη δική της οπτική γωνία– μπλέκονται αρμονικά μεταξύ τους. Επιπλέον μέσω συνειδησιακής ροής η Φατμά βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στις θύμισες και τις αναμνήσεις. Όλα βρίσκονται εντός της και με αφορμή μια επίσκεψη στους τάφους του άντρα της, του γιου της και της νύφης της, όλα αυτά, η ζωή της, ξεχύνονται από μέσα της ίδιος χείμαρρος.
Έπειτα είναι τα εγγόνια της. Ο Φαρούκ, που ολοένα χοντραίνει και πίνει, η Νιλγκιούν και ο Μετίν, που όνειρό του είναι να σπουδάσει στην Αμερική και να πλουτίσει. Ο τελευταίος είναι ερωτευμένος με μια κοπέλα πλούσια, εξευρωπαϊσμένη, που έχει ό,τι επιθυμήσει, που όλα τα προβλήματά της είναι λυμένα και ως εκ τούτου πλήττει.
Καθώς τα κεφάλαια του βιβλίου «Το σπίτι της σιωπής» αναπτύσσονται, εναλλάσσονται και οι αφηγητές. Ρετζέπ, Φατμά, Φαρούκ, Χασάν, Μετίν. Πάντα σε πρώτο πρόσωπο –ή δεύτερο, σαν να απευθύνονται σε κάποιον– ξετυλίγουν την ιστορία από τη δική τους πλευρά, όπως τη βιώνουν οι ίδιοι. Νιλγκιούν, Τζεϊλάν και αρκετοί άλλοι. Αυτοί δεν έχουν δική τους φωνή, υπάρχουν μόνο μέσα από τις αφηγήσεις των άλλων.
Μια τοιχογραφία αντιπροσωπευτικών ηρώων όλων των κοινωνικών τάξεων και συμπεριφορών. Όλοι οι υποψήφιοι χαρακτήρες, που μπορούν να απαντηθούν σε μια κοινωνία, παίρνουν σάρκα και οστά. Ξιπασμένοι πλούσιοι, φτωχοί που παλεύουν για να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους, άλλοι που πιστεύουν ότι θα πλουτίσουν χωρίς να παλέψουν καθόλου, άνθρωποι που επιβιώνουν απλά, επαναπαυμένοι σε αυτά που έχουν.
Χρησιμοποιώντας παρατακτική σύνδεση, πλήθος ρημάτων και κοφτό λόγο, ο Ορχάν Παμούκ στήνει ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα πολλαπλών επιπέδων αφήγησης και ανάγνωσης, στο οποίο συνυπάρχουν, όχι αρμονικά πάντα, το παραδοσιακό και το μοντέρνο. Η γριά Φατμά είναι οπισθοδρομική, κολλημένη στην παράδοση, ενώ τα εγγόνια της, νεαρά άτομα, τολμούν να σκεφτούν και να ζήσουν διαφορετικά. Επιθυμούν να «προοδεύσουν», κατά το πρότυπο της Δύσης, αλλά κάτι τους κρατάει κολλημένους στις ανατολίτικες συνήθειες και διαρκώς αμφιταλαντεύονται, εσωτερικά συγκρούονται και αισθάνονται ενοχές.
Μέσα στο βιβλίο υπάρχει έντονο και το στοιχείο της πολιτικής. Χωρίς ο συγγραφέας να πάρει θέση, παρουσιάζει την πολιτική κατάσταση σφαιρικά, από όλες τις μεριές, από όλες τις πιθανές «παρατάξεις». Επιπλέον πλήθος σκέψεών του κατατίθεται διά στόματος των ηρώων. Περί θανάτου και ζωής, ευτυχίας, φόβου και πολλών άλλων.
Χαρακτηριστικό επίσης είναι ότι γύρω από τους ήρωες υπάρχουν οι γειτονιές της Ιστανμπούλ, των περιχώρων της και των χωριών της, οι οποίες ξεδιπλώνουν την ομορφιά τους μέσα από τις πλούσιες και παραστατικές περιγραφές του συγγραφέα. Ο αναγνώστης περιδιαβαίνει αυτούς τους τόπους μαζί με τους χαρακτήρες της ιστορίας, τους εξερευνά, μαγεύεται.
Οι ήρωες του βιβλίου, παρά την προσπάθειά τους να γίνουν αρεστοί και να νιώσουν οι ίδιοι καλύτερα, ουσιαστικά είναι μόνοι, η μοναξιά τούς ταλαιπωρεί, δεν μπορούν να ξεφύγουν από τα πλοκάμια της. Παρ’ όλα αυτά όμως εξακολουθούν να ελπίζουν μέχρι την ύστατη στιγμή.
Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στην πολύ καλή μετάφραση του Παναγιώτη Αμπατζή, χάρη στην οποία αποδίδεται με εξαιρετικό τρόπο το πνεύμα του πρωτότυπου τουρκικού κειμένου και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γραφής του Ορχάν Παμούκ.