Ο Χρήστος  Χρυσόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1968. Έχει ασκηθεί σε διάφορα είδη του πεζού λόγου και της λογοτεχνίας (νουβέλα, μυθιστόρημα, δοκίμιο, χρονικό), ενώ ασχολείται και με τη φωτογραφία. Έχει τιμηθεί με το βραβείο Αφηγηματικού Πεζού Λόγου της Ακαδημίας Αθηνών (2008) και με το γαλλικό βραβείο Laure Bataillon (2013) για το αφήγημά του «Φακός στο στόμα» (Πόλις, 2012).

Το παρόν μυθιστόρημα είναι ένα «λεύκωμα συναντήσεων» στην Ινδία , όπου ταξίδεψε  τον Αύγουστο του 2012 «με έναν σάκο και έχοντας ως μοναδικά αναγνώσματα τον οδηγό Lonely Planet και μια εισαγωγή στον ινδουισμό, αγορασμένη τυχαία στο Δελχί», όπως ο ίδιος γράφει στην εισαγωγή.

Πράγματι, το βιβλίο αρθρώνεται σε οκτώ κεφάλαια που αποτελούν μάλλον θεματικές ενότητες, καθώς, εκτός από έναν, ας πούμε συμβατικό, τίτλο, ο συγγραφέας τούς προσδίδει μια λέξη που αποτελεί, πιθανόν, τη συμπυκνωμένη ουσία τους. Έτσι, για παράδειγμα, το κεφάλαιο «Η πρώτη παραίτηση», στο οποίο περιγράφεται, μεταξύ άλλων, η τελετή της καύσης των νεκρών,  επιγράφεται «θάνατος», ενώ ένα άλλο, «Τα πέλματα της Λάξμι», επιγράφεται «επιθυμία».  Ο αναγνώστης που θα αφεθεί, μετά και τη «δεύτερη παραίτηση» του συγγραφέα (σελ. 88, στο «Οι γυναίκες της Αγιόντια – χορός»), θα αντιληφθεί ότι η αφήγηση δεν ακολουθεί ούτε χρονολογική ούτε τοπολογική, ούτως ειπείν, σειρά, αλλά αποτελεί μια μίξη τόπων, εμπειριών ή βιωμάτων, ανθρώπων και τελετουργικών, με μια γλώσσα προσεκτικά διαλεγμένη και ακριβή, όπως αρμόζει σε ένα ταξιδιωτικό κείμενο, και ταυτόχρονα περίτεχνη, εσωτερική αλλά και σωματική, όπως την υποβάλλει η χώρα του συγκεκριμένου ταξιδιού, δηλαδή η Ινδία.

Από το Βαρανάσι στο Τζαϊπούρ κι από κει στο Δελχί (παλιό και νέο), ο συγγραφέας θα επισκεφθεί ναούς και μαυσωλεία, θα περπατήσει σε γειτονιές και αγορές, θα ταξιδέψει τρίτη θέση σε τρένα, θα πάρει το μετρό, θα οδοιπορήσει ακολουθώντας με χιλιάδες άλλους ανθρώπους ανηφορικά μονοπάτια ή θα κατέβει ολομόναχος μια απότομη πλαγιά για να βρεθεί μπροστά σε ένα εκπληκτικό συγκρότημα τόπων λατρείας, θα περάσει μια ολόκληρη μέρα στο Εθνικό Μουσείο, κι όλ’ αυτά μέσα σε συνθήκες αποπνικτικής ζέστης και υγρασίας, δοκιμάζοντας σχεδόν σε κάθε βήμα τις αντοχές του,  ασκώντας τον εαυτό του στο απροκατάληπτο πλησίασμα και στην εγκατάλειψη των παραδεδεγμένων. Κι οι άνθρωποι που θα συναντήσει, από τη δωδεκάχρονη Μπιρίτι μέχρι τον 22χρονο Αμίτ (η στιχομυθία τους στο τέλος του βιβλίου), θα είναι τα πρόσωπα ενός μυθιστορήματος και ταυτόχρονα οι φίλοι ενός ταξιδιού.

Στο βιβλίο του Χρυσόπουλου υπάρχουν ωραίες σελίδες για τα δώρα του ταξιδιού  στην Ινδία (ενδεικτικά, σελ. 219-221). Για τους σκοπούς αυτού του σημειώματος διαλέξαμε μια άλλη σκηνή, όταν οι πιστοί (μαζί κι ο συγγραφέας) πορεύονται προς τον ναό για να αγγίξουν τον μικρό Κρίσνα:

«Η γεύση του στεγνού χώματος στα χείλη. Η μυρωδιά των σωμάτων και των σαπισμένων σκουπιδιών στο χαντάκι. Κινητά που κουδουνίζουν ή παίζουν κάποιο τραγούδι στα χέρια των νεαρών. Μωρά που γκρινιάζουν και άλλα που πειθαρχούν στις φωνές των μανάδων τους. Εκείνοι που εξακολουθούν να επαναλαμβάνουν τη μάντρα από τη στιγμή που βγήκαν από το μετρό, μετρώντας τις στροφές με το κομποσκοίνι. Αυτοί που συνομιλούν ή ψάχνουν κάποιον γνωστό τους. Μια ασταμάτητη μουρμούρα: φωνές, λόγια, επικλήσεις, χιλιάδες φθόγγοι που συγχωνεύονται σε ένα ακατάληπτο ηχητικό νέφος, ενώ ο άνεμος φέρνει κυματιστά στ΄αφτιά τα τραγούδια από τον περίβολο του ναού.

»Έχω χαθεί σε μια θάλασσα συλλαβών. Δεν μπορώ να καταλάβω τι λένε όλοι αυτοί οι άνθρωποι γύρω μου, ακόμη κι εκείνοι που μιλούν αγγλικά. Οι προτάσεις τους χάνονται στον αέρα. Κι όμως, παρότι αγνοώ τι λέγεται ολόγυρά μου, γνωρίζω κάτι που εκείνοι οι προσκυνητές αγνοούν. Η γλώσσα είναι ένας ακόμη τόνος στη μελωδία του απογεύματος. Τα νοήματα δεν έχουν πια σημασία. Η επικοινωνία είναι περιττή. Κανείς δεν ακούει τον άλλον. Η γλώσσα είναι μόνο ένας τρόπος να γεφυρώσεις τον χρόνο. Εγώ μιλώ με τον εαυτό μου κι εκείνοι ακούν τον Θεό. Μεταξύ μας απλώνονται δύο ξεχωριστές μορφές σιωπής» (σελ. 138-139, στο «Οι ποιητές της Γκάλτα – τόνος»).