Έρεβος

Η Χούλντα Χερμανσντότιρ, εξήντα πέντε χρονών πλέον, βρίσκεται στο κατώφλι της σύνταξης. Λίγες εβδομάδες ακόμα πριν αποχωρήσει από το Σώμα. Σχεδόν απομονωμένη από τους συναδέλφους της και μόνη της στη ζωή, έχοντας χάσει κόρη και σύζυγο, η Χούλντα τρομάζει στην ιδέα της συνταξιοδότησης. Το λίγο διάστημα που της απομένει ως εργαζόμενη θέλει να το περάσει ως ενεργή επιθεωρήτρια. Όμως, όταν τη φωνάζει ο ανώτερός της, η Χούλντα βλέπει το αδιέξοδο να  έρχεται πιο κοντά, καθώς η πρόσληψη ενός νεαρού αστυνομικού που θα πάρει τη θέση της Χούλντα, ωθεί τον ανώτερό της να τη βγάλει στη σύνταξη νωρίτερα υπό τη μορφή αδείας. Η Χούλντα παγώνει. Το σκοτάδι την πνίγει. Τότε απεγνωσμένα ζητά μια μικρή παράταση προκειμένου να διαλευκάνει μια ακόμα υπόθεση. Κι ο ανώτερός της ως χάρη της το επιτρέπει.

Η Χούλντα, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει τι έχει συμβεί, αναζητά υποθέσεις που δεν επιλύθηκαν ή μοιάζουν να έχουν αφήσει εκκρεμότητες. Σταματά στον φάκελο για την υπόθεση μιας νεαρής Ρωσίδας που βρέθηκε πνιγμένη, αλλά ο θάνατός της αποδόθηκε σε αυτοκτονία. Η Χούλντα ξανανοίγει την υπόθεση, πηγαίνοντας για αρχή στο άσυλο μεταναστών όπου φιλοξενούνταν η νεαρή κοπέλα. Χωρίς να ανακαλύψει κάτι καινούργιο η Χούλντα έχει την αίσθηση ότι η υπεύθυνη του ασύλου κάτι της κρύβει. Το ίδιο συμβαίνει και με τον συνάδελφό της που είχε αναλάβει την υπόθεση και την είχε κλείσει με συνοπτικές διαδικασίες, καταχωρώντας την ως αυτοκτονία.

Όσο η Χούλντα αναζητά στοιχεία τόσο υπεισέρχεται σε σκοτεινά μονοπάτια, ενώ μνήμες του παρελθόντος στοιχειώνουν την καθημερινότητά της, σαν αλυσίδες που την κρατούν δέσμια στο σκοτάδι του ερέβους. Η επίλυση της υπόθεσης είναι το μόνο φως της επιφάνειας που την κρατά ζωντανή. Και είναι αποφασισμένη να τη λύσει ακόμα και με κίνδυνο της ζωής της.

Ο Ράγκναρ Γιόνασον και στα τρία μυθιστορήματα όπου πρωταγωνίστησε η Χούλντα Χερμανσντότιρ μας βάζει στον κόσμο μιας ηρωίδας, αρκετά σκοτεινό, βαρύ, ταραχώδη. Μιας ηρωίδας που ζορίζεται από τις κοινωνικές επιταγές, ακολουθώντας μοναχικό δρόμο, με ανώμαλο έδαφος και γεμάτο ακανθώδεις θάμνους. Ειδικά στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα, που εκδόθηκε πρώτο αλλά αποτελεί το κλείσιμο της τριλογίας, η διαδρομή της πρωταγωνίστριας προκαλεί περισσότερο ενδιαφέρον από τη διαλεύκανση της υπόθεσης. Κάθε δευτερεύων χαρακτήρας προβάλλει σαν σκιά στο έρεβος της Χούλντα που την κρατά αγκιστρωμένη στον πυθμένα. Και σαν αρχαία τραγωδία, ο αναγνώστης αποζητά τη λύτρωση της πρωταγωνίστριας, με όποιον τρόπο μπορεί να έρθει, αρκεί να έρθει.

Χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι ο συγγραφέας δεν πλατειάζει ούτε στις αναφορές για την προσωπική ζωή της Χούλντα –πολλές φορές λειτουργεί αφαιρετικά, με σποραδικές αναφορές–, ούτε στην εξέλιξη της αστυνομικής πλοκής. Η τεχνική αυτή σε συνδυασμό με το ρεαλιστικό ψυχογράφημα της ηρωίδας, που απεκδύεται τις όποιες φιοριτούρες, καταφέρνει να αποτυπώσει στα μάτια του αναγνώστη ένα πρόσωπο βαθιά χαρακωμένο, εκούσια απομονωμένο και μοναχικό. Ένα πρόσωπο που αγκιστρώνει τον αναγνώστη μέσα από τις σκέψεις, τις πράξεις και τα λόγια του. Μια μορφή που καταβυθίζεται στα πιο σκοτεινά σημεία της ανθρώπινης ψυχής και που βιώνει την αποστροφή και τη θλίψη με έναν τρόπο που πραγματικά εκπέμπει ακεραιότητα.