«Η τσαλακωμένη αθωότητα»
Η σκλαβιά των ελεύθερων και των απελευθερωμένων

Ο Jean-Marie Rouart  γεννήθηκε το 1943 στη Γαλλία. Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1974 με το μυθιστόρημα La Fuite en Pologne. Ακολούθησαν αρκετά μυθιστορήματα. Έχει δημοσιεύσει επίσης δοκίμια, μελέτες και αυτοβιογραφικά κείμενα. Βραβεύτηκε με το βραβείο δοκιμίου της Γαλλικής Ακαδημίας το 1985. Εργάζεται σαν δημοσιογράφος. Υπήρξε κριτικός λογοτεχνίας, πολιτικός συντάκτης και αρχισυντάκτης σε διάφορα έντυπα. Είναι μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας από το 1997.

Η ιστορία διαδραματίζεται σε μια μικρή πόλη του αμερικάνικου Νότου, το Νόρφολκ, όμορφη και καλοσχεδιασμένη, με μοναδική παραφωνία στην αισθητική της –και όχι μόνο- το «παραπεταμένο» τμήμα της, την περιοχή που ζούσαν οι μαύροι. Αρχίζει από το 1935 και μέσα από την πορεία της ζωής του Τζιμ Γκόρντον, ενός νέου από ευκατάστατη οικογένεια που ερωτεύεται μια μαύρη, πράγμα ανεπίτρεπτο στην κοινωνία τους, όπως δείχνουν και οι ….«αυτοκτονίες» μαύρων κοριτσιών. Σχεδόν υποχρεώνεται σε γάμο με μια γυναίκα πρότυπο λευκής ομορφιάς. Οι συνθήκες, η πολιτική εξουσία, ο θρησκευτικός φανατισμός, η δράση ή η μη δράση των μασόνων, η δικαιοσύνη, τα πολλαπλά συμφέροντα, στήνουν το φόντο μέσα στο οποίο ο Τζιμ περνάει τα χρόνια του βρίσκοντας τρόπο να απολαμβάνει το τρελό του πάθος για το μαύρο «ζωντανό» γυναικείο κορμί μιας πόρνης όπως την έλεγαν –και όπως την κατάντησαν για λίγο- οι πολλοί της περιχαρακωμένης τους κοινωνίας, που ακόμα  και  το γέλιο τους ήταν συνήθως ένα απλό χαχάνισμα. Μια πορεία γεμάτη από το πάθος του, που θα τους οδηγήσει στο εδώλιο του κατηγορουμένου, σαν εξιλαστήρια θύματα. Τα βήματα της απαράδεκτης συμπεριφοράς του, όπως όλοι έλεγαν ψιθυριστά, δεν θα μπορούσαν να έχουν καλό τέλος.

Ο συγγραφέας υιοθετεί έναν πρωτότυπο τρόπο περιγραφής. Της ματιάς. Κλεφτής ίσως, μα επίμονης και πολύ παρατηρητικής. Κάθε ματιά, μερικές σελίδες. Ρίχνει 51 συνολικά ματιές,  στα τρία μέρη που χωρίζεται το βιβλίο. Κυρίαρχες οι ματιές στον Τζίμ που δραπετεύει από την ασφυκτική αγάπη της οικογένειάς του για τον παράνομο, έξω από τα όρια του καθωσπρεπισμού, έρωτά του. Επιτέλους ζει! Οι υπόλοιπες ματιές του πέφτουν μια εδώ και μια εκεί, σκιαγραφώντας ένα γεγονός, μια ιστορία, ένα πρόσωπο, μια δολοφονία ή έναν βιασμό. Βιασμό σωματικό, κοινωνικό, δικαστικό ή οποιασδήποτε άλλης μορφής. Οι αγνές προθέσεις αντιμάχονται τον φθόνο και την οργή της μικρής κοινότητας, αλλά και μπερδεύονται με πολιτικές σκοπιμότητες. Οι θρησκευτικές ιδιαιτερότητες εξυπηρετούν πολιτικούς σκοπούς και μέγιστο μέλημα της δικαιοσύνης είναι πώς θα σώσει τα προσχήματα και όχι πώς θα απονείμει δίκαιο. Τα πρόσωπα της μικρής κοινωνίας, ο δημοσιογράφος, ο δικαστής, ο πολιτικός, και όλοι οι άλλοι τοπικοί παράγοντες δρουν, επηρεάζουν και καταδικάζουν πολύ πιο δραστικά από την, όχι συμβολικά, μα πραγματικά τυφλή –μονόπλευρα βέβαια- δικαιοσύνη της εποχής.

Η γλώσσα του Ρουάρ, είναι απλή, πυκνή, ίσως στεγνή, μα αποτελεσματικά περιγραφική, με ιδιαίτερες, αποδοτικότατες των εννοιών αλλά και των αισθήσεων, παρομοιώσεις: «Το σώμα της γυναίκας του δεν είχε καμία γεύση. Του φαινόταν άνοστο και ανούσιο, σαν κακοψημένη βοδινή μπριζόλα». Το κείμενο, σε συνδυασμό με τη μετάφραση της Ξένιας Σκούρα, καταφέρνει να ζωντανεύει στα μάτια του αναγνώστη τις εικόνες ζωής στην πόλη, τις άμεσες και καθημερινές, αλλά και τις συνέπειες από τη γενικότερη πολιτική κατάσταση στην χώρα.

Έχοντας διαβάσει πρόσφατα το Ο Κύριος των ψυχών, της Ιρέν Νεμιρόβσκυ, την ιστορία ενός μετανάστη την ίδια ακριβώς χρονική εποχή, στη Γαλλία όμως, θα έλεγα πως διαβάζοντας αυτά τα δυο βιβλία μπορεί κανείς να γνωρίσει και να συγκρίνει τις συμπεριφορές των εκάστοτε «καθαρόαιμων» απέναντι στους «ημίαιμους», στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Η απόφαση για το πού ήταν καλύτερα και πού χειρότερα, είναι αποκλειστικά δική σας.