Αν τα πράγματα συνέβαιναν αλλιώς
Για την ανάγκη της συζήτησης ας βυθιστούμε στη σύμβαση της ουχρονίας: ο χρόνος τέλεσης των γεγονότων είναι πάνω κάτω ευκρινής, εντούτοις όλα τα παρελκόμενα είναι επινοημένα. Ή, αλλιώς, τελούν υπό το καθεστώς της αίρεσης, της πιθανολόγησης, της εναλλακτικής ιστορίας. Η Ελλάδα, στην κορυφή της κρίσης, οδηγείται σε δημοψήφισμα στο οποίο επικρατεί το «Όχι». Αποχωρεί από τη ζώνη του ευρώ, απομονώνεται και στην κορυφή του δράματος η εξουσία περνάει στα χέρια του «Ένα», ενός φασίστα που μέσα σε πέντε ημέρες επιβάλλει τον δικό του σκληρό νόμο που εκ πρώτης όψεως δεν δείχνει σκληρός, καθώς δεν εμπνέεται από τη βία και τον πειθαναγκασμό. Η Ελλάδα τελεί υπό ένα ιδιαίτερο καθεστώς δικτατορίας. Η πρωτεύουσα έχει μετατραπεί σε περίκλειστο στρατόπεδο όπου οι συνεργάτες του καθεστώτος διατηρούν κάποια «προνόμια» (έχουν ρεύμα, τρόφιμα, ίντερνετ, τηλεόραση), τη στιγμή που όλοι οι υπόλοιποι συμπιέζονται στην ανυπαρξία, στο περιθώριο και στην αντίσταση. Χρήματα δεν υπάρχουν, οι κοινωνικές συνθήκες που σε μια νομοκρατούμενη κοινωνία θα αποτελούσαν ακρογωνιαίο λίθος συμβίωσης, στη νέα κατάσταση ταλαντώνονται σε σημείο χαλάρωσης. Τίποτα από όλα αυτά δεν έχει συμβεί στην πραγματικότητα, αλλά είναι η αναγκαία και ικανή σύμβαση που «υπογράφει» η Κατερίνα Μαλακατέ με τους αναγνώστες της για να διαμορφώσει το δικό της συγγραφικό «what if».. Εδώ έχουμε μια παραπλήσια εκδοχή του Ροθ στη «Συνομωσία κατά των ΗΠΑ» (εκδ. Πόλις), και του μυθιστορήματος «Ο άνθρωπος στο ψηλό κάστρο» του Φίλιπ Ντικ (εκδ. Τόπος). Πλείστες είναι οι απόπειρες συγγραφέων να διηγηθούν μια εναλλακτική θεώρηση της Ιστορίας. Από τον Ασίμοφ έως τον Ναμπόκοφ και από την Άτγουντ έως τον Κιμ Στάνλεϊ Ρόμπινσον, η λογοτεχνία αποδεικνύεται ιδανικός τόπος για να αναπτυχθεί ο σπόρος της «άλλης Ιστορίας». Η Μαλακατέ δείχνει να έχει θητεύσει αναγνωστικά σε αυτού του είδους τη λογοτεχνική σύμβαση γι’ αυτό και το αποτέλεσμα που μας προσφέρει είναι διακριτό, καθαρογραμμένο και ευθύ.
Κεντρικός ήρωας είναι ο Χάρης, ένας συγγραφέας που κουβαλάει ουκ ολίγες αμυχές (συναισθηματικές, κοινωνικές και υπαρξιακές). Είναι μονήρης, απαθής προς τα κοινωνικά και τα πολιτικά συμβαίνοντα, προσωποκεντρικά εμμονικός και αδιάφορος ακόμη και για την οικογένειά του. Τι πιο εύκολο να πηδήξει από το καράβι που βουλιάζει και να μεταναστεύσει στο Παρίσι αποδεχόμενος την πρόταση ενός εκδοτικού οίκου. Άγνωστος μεταξύ αγνώστων καταφέρνει να γράψει το απόλυτο μπεστ σέλερ (βοηθάει και ο οίκτος των Γάλλων προς τους χειμαζόμενους Έλληνες), αδιαφορώντας για το γεγονός ότι άφησε στη μοίρα τους τη γυναίκα του και την κόρη του. Ο ίδιος έλκεται από μια Γαλλίδα και ξεκινάει έναν νέο κύκλο ζωής.
Πίσω στην Ελλάδα, όμως, μαίνεται η «πυρκαγιά». Τα πάντα κινούνται μέσα σε έναν ασφυκτικό κλοιό οιονεί πολιορκίας. Η κόρη του Χάρη, Ευγενία, φτάνει πεζή έως το ορεινό χωριό του παππού (πατέρα του Χάρη) για να αναζητήσει βοήθεια από τη στιγμή που έχασε και τη μητέρα της. Εκείνος τη δέχεται ασμένως και φτάνει στο σημείο να ενωθεί μαζί της με ακατάλυτα δεσμά (ναι, υπάρχει η υπόρρητη αίσθηση ότι φτάνει έως το σημείο της ερωτικής φαντασίωσης). Αυτή η… παράνομη σχέση θα οδηγήσει τους δυο τους σε άτακτη φυγή προς την Αθήνα. Το οδοιπορικό του παππού Χρήστου και της Ευγενίας φέρνει στον νου τον «Δρόμο» του Κόρμακ ΜακΚάρθι δίχως όμως το βάθος των χρωμάτων που περιέχει ο ζόφος στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα. Στην Αθήνα, μια διαφορετική πρωτεύουσα πλέον, αποδεικνύεται πως εξυφαίνεται ένα σχέδιο αντίστασης στη μονοκρατορία του «Ένα», στο οποίο φαίνεται να εμπλέκονται άμεσα και έμμεσα οι κεντρικοί πρωταγωνιστές.
Ναι, το μυθιστόρημα της Μαλακατέ είναι μια εύγλωττη δυστοπία. Φέρει όλες τις σημάνσεις και τα χαρακτηριστικά του είδους. Εντούτοις, απουσιάζει εντελώς η πολιτική σκοπιά στην ιστορία. Υπάρχει στο βάθος ως υπόμνηση, αλλά όχι ως αυτή που υποκινεί τις πράξεις και τις αποφάσεις των ηρώων. Εμπρόθετα, η συγγραφέας επιλέγει να στρέψει τα νώτα της στο πολιτικό σκέλος και να εντρυφήσει στα ανθρώπινα. Σε εκείνες τις μεταιχμιακές συνθήκες που όταν εμφανιστούν αλλάζουν τις σταθερές των ανθρώπων, τους μετατρέπουν σε άλογα ή υπολογιστικά όντα, συστρέφουν τις ηθικές αξίες τους, αποκόβουν από μέσα τους το αίσθημα της αλληλεγγύης. Η οπτική της Μαλακατέ απέχει από το να δικαιώσει ή να καταδικάσει τους ήρωές της. Επιλέγει την οδό της συναίσθησης, της παρατήρησης και της διακριτικής επόπτευσης. Αυτό ευνοεί στο να διατηρηθεί η σωστή θερμοκρασία στο μυθιστόρημα και να μην εκτραπεί σε ηθικολογίες. Από την άλλη, βέβαια, θα ήταν πιο ισοβαρής ο μύθος αν οι πολιτικές νύξεις ήταν πιο έντονες, όμως σε αυτές τις περιπτώσεις ο συγγραφέας φαίνεται να πρέπει να πάρει μια απόφαση και η Μαλακατέ την έλαβε και είναι αυτή που μας κατέθεσε.
Το μυθιστόρημα είναι στιβαρό, διαβάζεται απρόσκοπτα, έχει ένταση και ρυθμό, λειτουργεί σε πολλά σημεία με τη λογική του σασπένς και της ανάγκης να γυρίσεις άμεσα σελίδα για να δεις τι θα συμβεί στη συνέχεια, ενώ οι λογοτεχνικές αναφορές του είναι πρόδηλες. Αρκετοί συγγραφείς έχουν αποπειραθεί τα τελευταία χρόνια να εγγράψουν στην εργογραφία τους βιβλία που έχουν άμεση σχέση με την κρίση που βιώνει η χώρα με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί αυτό που προσχηματικά ονομάζουμε «λογοτεχνία της κρίσης». Τυπικά, θα έλεγε κανείς πως «Το Σχέδιο» εντάσσεται σε αυτή την κατηγορία. Το γεγονός, όμως, ότι επιλέγει να φτιάξει ένα σκηνικό μετα-κρίσης ή μιας άλλης κρίσης, αυτομάτως αποκρούει τα βάρη της κατηγοριοποίησης. Εντέλει, το δεύτερο συγγραφικό βήμα της Μαλακατέ καθίσταται θετικό και εγγράφει υποθήκες για το τρίτο.