Εικοσιτέσσερα ποιήματα μεταξύ ρομαντισμού και τοπιογραφικού ρεαλισμού. Παρηχήσεις μοναδικές με κυρίαρχη του λάμδα. Κάθε ποιητική ενότητα ονοματίζεται με ένα από τα εικοσιτέσσερα γράμματα της αλφαβήτου όταν έχει πάνω από ένα μέρη, οι τίτλοι όλων αρχίζουν από αυτό το γράμμα και λαμβάνεται μια ιδιαίτερη μέριμνα για εκλεπτυσμένες παρηχήσεις του συγκεκριμένου (εάν αυτό είναι δυνατόν, όπως στο γράμμα μι). Εν γένει, κυριαρχεί η παρήχηση του λάμδα, ενώ leitmotif είναι η προστακτική «έλα», η «θάλασσα» και το επίθετο «απαλή». Στο επίπεδο της ψυχολογίας υπερισχύει ένα επτάχρονο παιδί που ζωγραφίζει με νερομπογιές εσωτερικά τοπία κι απαιτεί τα απαράγραπτα δικαιώματά του στην ευτυχία, τουλάχιστον στη δυνατότητα του απ-εικονίζειν. Ο έρωτας μια απουσία, μια πίκρα κι ενίοτε αφορμή για νοσταλγία. Η θάλασσα με τα φθινοπωρινά της χρώματα και το μαβί συνταιριάζει με το χρυσό της υδροφόρου… Όλα αυτά δημιουργούν ένα ιδιαίτερα συνεκτικό πεδίο βαρυφορτωμένο με συμβολισμός. Η πυκνότητα του λόγου προδίδει πολύχρονη ενασχόληση με τους στίχους χωρίς να προδίδεται η προφορικότητα και μια προφορικότητα συγκρατημένου μελοδραματισμού. Η μουσικότητα των επί μέρους ενοτήτων είναι γεωμετρικά διανθισμένη με τον χάρακα και τον διαβήτη, ενώ αποφεύγονται τα πολλά επίθετα όπου αυτά δεν είναι απολύτως απαραίτητα. Ενίοτε θαρρείς πως η ομιλούσα ποιητική φωνή απευθύνεται σε κάποιον (στον αναγνώστη ίσως), όμως πρόκειται απλώς για κάποιο ρητορικό τέχνασμα, αφού το ποιητικό «εγώ» είναι αυτοπαθές κι αυτοαναφορικό (ακόμα κι όταν φαίνεται το αντίθετο). Η χρήση σχημάτων (όπως το οξύμωρον και η αντίθεσις) δείχνει μακρά τριβή με την ελληνική γλώσσα και εις βάθος γνώσιν των κωδίκων της. Τα κλειδιά όμως είναι φανερά: το ρομαντικό επτάχρονο παιδί που ζωγραφίζει τον κόσμο, όχι για να τον κατακτήσει, αλλά για να πάψει να τον φοβάται πλέον. Είναι κι αυτός ένας τρόπος κυριαρχίας στο Άλλο: διά της εσωτερικεύσεως και του βαθιού χωνέματος, της αναχάραξης και του τελικού μεταβολισμού διά της αφ-ομοιώσεως. Διά των ομοίων επιτυγχάνεται η ίασις αποφαίνεται ο Ιπποκράτης και διά του αντιθέτου επιτυγχάνεται η θεατρική αντιπαράστασις ενός έρωτος σβησμένου προ πολλού. Ακόμα και οι στάχτες του έχουν σκορπιστεί στο μπλάβο Αιγαίο. Είναι εκπληκτικοί οι ποιητικοί διασκελισμοί και οι λελογισμένες γεφυρώσεις που λαμβάνουν σοβαρά υπ’ όψιν την αντοχή των δομικών μερών, τόσο σε στατικό όσο και σε δυναμικό φορτίο. Ποιητικές παρενθετικές εικόνες που μοιάζουν με ποδοσφαιρικές ντρίπλες ενώ ο στόχος ο αληθινός ακολουθεί, όπως στο αριστουργηματικό πρώτο ποίημα «ΑΕΡΑ» της πρώτης ποιητικής ενότητας με τίτλο «α» (σελ. 9). Η Ιουλίτα Ηλιοπούλου συνδιαλέγεται με τον Οδυσσέα Ελύτη μέσα από τον Ευριπίδη και τον Ηράκλειτο, χωρίς να διστάσει όμως να τους αντιστρέψει δημιουργώντας πρωτοφανή λεκτικά ακροβατικά, όπως στον «από μηχανής άνθρωπο» (σελ. 14) και «δεν μπαίνει ποτέ κανείς ξανά στον ίδιο έρωτα» (σελ. 39). Το εσωτερικό παιδί πικραίνεται, παραπονείται, νοσταλγεί, δεν καταστρέφει ποτέ όμως το πεδίον της εμπνεύσεώς του, δεν μνησικακεί, δεν ενοχοποιείται και δεν ενοχοποιεί, χρησμοδοτεί με μια πυκνότητα που μόνο στη Συλλογική Συνειδητότητα μπορεί να αποδοθεί…

Εν ολίγοις, μία από τις πλέον τεχνουργημένες ποιητικές συλλογές των τελευταίων δέκα ετών, με έγνοια για τη λεπτομέρεια, με σαφή μουσικότητα και προπάντων αγάπη για την Ελλάδα και για τη γλώσσα εκείνη που δόξασε ο Όμηρος και ο Ελύτης. Η γλώσσα είναι για την Ιουλίτα Ηλιοπούλου η πατρίδα της και η φθινοπωρινή θάλασσα η μητρίδα της, ενώ η νύχτα και το σκοτάδι είναι μια προσωρινή ανάπαυσις από το τόσο Φως, όπως ο θάνατος…