Ο ΙΡΑ και ένα μυστήριο κλειδωμένου δωματίου
Από το πρώτο μυθιστόρημα της σειράς με πρωταγωνιστή τον αστυνόμο Σον Ντάφι έγινε φανερό ότι ο Βορειοϊρλανδός Adrian McKinty ήταν διατεθειμένος να παρουσιάσει την πατρίδα του της δεκαετίας του 1980 ακριβώς όπως ήταν, χωρίς να ωραιοποιεί καταστάσεις ή να εξαπολύει ανώδυνα κατηγορητήρια. Στο τρίτο μυθιστόρημα της σειράς ο καθολικός Σον Ντάφι (ένας από τους ελάχιστους στο αστυνομικό σώμα της χώρας του και γι’ αυτό δακτυλοδεικτούμενος) βρίσκεται σε μια πολύ δύσκολη στιγμή τόσο της προσωπικής όσο και της επαγγελματικής του πορείας. Πολύ σύντομα, όμως, θα κληθεί να αποφασίσει μέχρι πού είναι διατεθειμένος να φτάσει για να παραμείνει στη θέση του.
Η ιστορία ξεκινάει τον Σεπτέμβριο του 1983. Ο Σον Ντάφι έχει υποβιβαστεί σε αρχιφύλακα και πολύ σύντομα βρίσκεται εκτός του αστυνομικού σώματος, πληρώνοντας έτσι το γεγονός ότι παρενέβη εντολές ανωτέρων. Όταν η ΜΙ5 του χτυπάει την πόρτα, ξέρει πολύ καλά τι ζητούν από αυτόν αλλά και τι θέλει αυτός να τους ζητήσει. Η ΜΙ5 θέλει από αυτόν να χρησιμοποιήσει τόσο το μυαλό του όσο και τις γνωριμίες του και να τους βοηθήσει να εντοπίσουν έναν παλιό του γνωστό, τον διαβόητο βομβιστή του ΙΡΑ Ντέρμοντ ΜακΚαν που έχει δραπετεύσει από τις φυλακές του Μέιζ. Όπως είναι φυσικό, όλες οι έρευνες του Ντάφι συναντούν κλειστά στόματα και απειλητικά βλέμματα. Υπάρχει κάποιος, όμως, που εμφανίζεται διατεθειμένος να προσφέρει πληροφορίες, εάν ο Ντάφι καταφέρει να λύσει ένα μυστήριο: ο θάνατος της νεαρής Λίζι, αδερφής της πρώην συζύγου του καταζητούμενου βομβιστή, ήταν τελικά ατύχημα, όπως ισχυρίζεται η αστυνομία, ή δολοφονία, όπως υποστηρίζει ο ιατροδικαστής, η μητέρα της και ο σύντροφός της; Και εάν ήταν δολοφονία, ποιος θα μπορούσε να έχει διαπράξει το έγκλημα, αφού το μπαρ στο οποίο βρέθηκε νεκρή η Λίζι ήταν κλειδωμένο και οι σύρτες βαλμένοι από μέσα; Ο Ντάφι γνωρίζει καλά ότι πρέπει να βρει την απάντηση, εάν θέλει να πλησιάσει τον ΜακΚαν και να τον εμποδίσει να πραγματοποιήσει όσα έχει σχεδιάσει.
Σε αυτό το τρίτο μυθιστόρημα της σειράς ο συγγραφέας πετυχαίνει να συνδυάσει εξαιρετικά δύο διαφορετικά είδη του αστυνομικού μυθιστορήματος. Από τη μία πλευρά έχουμε την κλασική αστυνομική αναζήτηση ενός σεσημασμένου μέλους μιας τρομοκρατικής οργάνωσης για να αποφευχθεί ένα ακόμα αιματοκύλισμα. Έχει πολύ ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίον αντιμετωπίζουν παλιοί γνωστοί τον Ντάφι που “πρόδωσε” αυτούς και τον αγώνα τους μπαίνοντας στην αστυνομία, καθώς είναι φανερό ότι από τη μια τον απεχθάνονται κι από την άλλη τον σέβονται για τη στάση που κρατά. Το δεύτερο είδος, αυτό του μυστηρίου κλειδωμένου δωματίου, δίνει στον πρωταγωνιστή, και κατ’ επέκταση στον αναγνώστη, έναν δυνατό γρίφο που πρέπει να λυθεί ώστε να μπορέσει ο Ντάφι να πλησιάσει τον αρχικό του στόχο. Παράλληλα, είναι αυτός ο γρίφος που αναδεικνύει και την προσωπικότητα του αστυνόμου: επίμονος και ακαταπόνητος, ακούραστος και οξυδερκής, αρνείται να εγκαταλείψει την υπόθεση, ακόμα και όταν όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι κατά πάσα πιθανότητα ο θάνατος της Λίζι οφείλεται σε ατύχημα.
Έξυπνο, σωστά δομημένο, με ρυθμό και με έναν πρωταγωνιστή εγκλωβισμένο ανάμεσα στην προέλευσή του και στις επιλογές του, το μυθιστόρημα είναι μια ακριβής απεικόνιση της Βόρειας Ιρλανδίας της δεκαετίας του 1980, των Ταραχών, των μυστικών υπηρεσιών και των ανθρώπων της. Τα τελευταία κεφάλαια είναι μάλιστα ένας καταπληκτικός σχολιασμός των πολιτικών επιλογών της Μεγάλης Βρετανίας, ανατριχιαστικά αναλυτικός, τροφή για σκέψη για τα όσα διαδραματίστηκαν στις Βρετανικές Νήσους τις τελευταίες δεκαετίες.