Η εξουσία, η αλαζονεία της  και οι ψυχικά ασθενείς που πολλές φορές την ασκούν

Ο Τόμας Ελόι Μαρτίνες είναι ένας πολύ γνωστός συγγραφέας της Αργεντινής. Διευθύνει το Πρόγραμμα Λατινοαμερικάνικων Σπουδών του πανεπιστημίου του Νιου Τζέρσι, στο οποίο είναι και διακεκριμένος καθηγητής. Είναι μόνιμος αρθρογράφος γνωστών εφημερίδων του Μπουένος Άιρες και των New York Times.  Τα βιβλία του «Ο τραγουδιστής των τανγκό», «Περόν» και «Σάντα Εβίτα» έχουν μεταφραστεί σε 36 γλώσσες.

Tο μυθιστόρημά του αυτό θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελεί μια παρατήρηση, με άλλη όμως ματιά, του ίδιου τόπου όπου εξελισσόταν το «Ο τραγουδιστής των τανγκό». Κι αν εκεί επικρατούσε η περιγραφή της γειτονιάς, των κτισμάτων με την ιστορία τους, αλλά και το μυστήριο του μεταφυσικού με παράλληλη αναζήτηση της μουσικής -κυριολεκτικά ή μεταφορικά-, εδώ κυριαρχεί η παρατήρηση του ανθρώπου, του παρελθόντος του, της αβύσσου της ψυχής του και της αλαζονείας που επιφέρει η εξουσία.

Δυο πρόσωπα κυριαρχούν στην ιστορία. Η Ρέινα Ρέμις, άγνωστη αρχικά δημοσιογράφος, και ο δόκτωρ Καμάργο, διευθυντής της μιας από τις δυο μεγάλες εφημερίδες της πόλης, στην οποία εργάζεται η Ρέιμις. Έξυπνος, μορφωμένος, με μεγάλη εμπειρία χειρισμών σε απλά καθημερινά αλλά και σε πολύπλοκα προβλήματα της πολιτικής, παντρεμένος, με δυο κόρες, ερωτεύεται την άσημη και κατά πολύ νεότερή του δημοσιογράφο και την βοηθάει να γίνει γνωστή. Αδιαφορεί πλήρως για τις κόρες του και τη γυναίκα του. Ελέγχει ασύστολα τους πάντες, από τον πρόεδρο της χώρας  μέχρι και τη Ρέινα. Κι αν η ίδια αργεί να  καταλάβει τον  εκλεπτυσμένο τρόπο του για την υποδούλωση της, αγνοεί πλήρως  την αρρωστημένη εκ μέρους του παρακολούθησή της. Με φόντο την  εφημερίδα, την πολιτική εξαθλίωση της χώρας, όπου όλοι «τα παίρνουν» (επίκαιρο θέμα), αλλά  και την ατιμωρησία (;), περιγράφεται από κοντά η αλαζονεία του, οι ψυχικές του μεταπτώσεις από τα λησμονημένα προβλήματά του σαν παιδί έως τη σεξουαλική προβολή του κυρίαρχου άνδρα, αλλά και τα αποτελέσματά τους στην πολιτική κατάσταση αλλά και  στη διαπροσωπική τους σχέση.

Η τριτοπρόσωπη αφήγηση διακόπτεται από μερικά κεφάλαια στο όχι σύνηθες δεύτερο πρόσωπο, εκεί όπου η γλώσσα του μαστιγώνει πρόσωπο με πρόσωπο τον πρωταγωνιστή του, προσθέτοντας έναν  τόνο αμεσότητας στην παρακολούθηση των  αλαζονικών συμπεριφορών και των βαθιά τραυματικών σκηνικών – παιχνιδιών  του. Η πλοκή κατά τα άλλα κυλάει με κεφάλαια που μεταφέρουν τον αναγνώστη στο χρόνο, μπρος-πίσω,  με μερικές, κατά τη γνώμη μας,  υπερβολές αυτής της τεχνικής, που ιδιαίτερα σε κάποια σημεία σε κάνει να ψάχνεις να βρεις πού βρίσκεσαι χρονικά, αφήνοντας στην άκρη την ουσία της  πλοκής, που θα έπρεπε να είναι το πώς εξελίσσεται  η ιστορία. Η γλώσσα του, χαρακτηριστική γλώσσα Λατινοαμερικάνου συγγραφέα, ζωντανή, πετυχημένα περιγραφική του  εσώψυχου, σε μεγαλύτερο ίσως βαθμό από τα οπτικά παρατηρούμενα γεγονότα, βάζει τον αναγνώστη βαθιά στην ουσία της ιστορίας.

Μια ιστορία αποτέλεσμα μυθοπλασίας βέβαια, που όμως, αν σκεφτούμε και τη δημοσιογραφική ιδιότητα  του συγγραφέα, αποκτάει μια άλλη δυναμική, αφού, όπως λένε, «τα παραμύθια μιλάνε για αλήθειες που δεν μπορείς να τις πεις αλλιώς». Μια ιστορία, λοιπόν, πολύ κοντά στην  πραγματικότητα, για την εξουσία και την  αλαζονεία που την διακατέχει και για όσα πράττουν οι συνήθως ανώριμοι πνευματικά, και ακαλλιέργητοι  ηθικά, εξουσιαστές. Ένα οδοιπορικό στα πάθη και τα αποτελέσματα των ψυχικών τραυμάτων της ανθρώπινης ύπαρξης που όσο πιο ψηλά βρίσκεσαι τόσο πιο μεγεθυσμένες θα είναι και οι συνέπειές  τους, για σένα αλλά και, κυρίαρχα, για τους άλλους.