Η Ζυράννα Ζατέλη γεννήθηκε το 1957 στην Θεσσαλονίκη. Σπούδασε θέατρο και εργάστηκε ως ηθοποιός, καθώς και στο ραδιόφωνο, αλλά τα εγκατέλειψε αρκετά γρήγορα. Η πραγματική της κλίση ήταν και είναι το γράψιμο και ασχολείται πλέον αποκλειστικά με αυτό. Έχει εκδώσει τα βιβλία «Περσινή αρραβωνιαστικιά», «Στην ερημιά με χάρι», «Και με το φως του λύκου επανέρχονται», «Ο θάνατος ήρθε τελευταίος», πρώτο βιβλίο της τριλογίας «Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους». «Το πάθος χιλιάδες φορές» είναι το δεύτερο μυθιστόρημα της τριλογίας. Διηγήματά της έχουν μεταφραστεί και δημοσιευθεί σε ανθολογίες και λογοτεχνικά περιοδικά στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και ιταλικά. Υπάρχουν οι φανατικοί αναγνώστες της Ζατέλη και υπάρχουν και οι άλλοι που «δεν αντέχουν» να διαβάσουν τα βιβλία της. Τα βιβλία της, κόπος ετών, απευθύνονται σε απαιτητικούς αναγνώστες, που επιθυμούν την αργή και απολαυστική ανάγνωση, την επαναφορά σε σελίδες τους και δεν αρκούνται στην περιέργεια για το τι θα γίνει παρακάτω. Η συγγραφέας απαιτεί από τους αναγνώστες να αφεθούν σε βαθύτερα σκιρτήματα. Όπως δηλώνει η ίδια, τα σύνορα πραγματικότητας και φαντασίας καταλύονται εκ προοιμίου στα βιβλία της. Ο αναγνώστης δεν θα πρέπει να αναλώνεται στο να καταλάβει τι είναι πραγματικό και φανταστικό. «Το πάθος χιλιάδες φορές» γράφτηκε σε επτά χρόνια. Η συγγραφέας ζει μέσα στη γραφή και για τη γραφή.
Το βιβλίο έχει τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος, «Ζώντες και πεθαμένοι», εμφανίζονται όλοι οι νεκροί του προηγούμενου βιβλίου. Η 13χρονη Λεύκα, μυστήρια ύπαρξη, βυθισμένη στις μυστικές γραφές της που εξιστορούν μικρές ιστορίες θανάτου, είναι η οικοδέσποινα του σπιτιού, όπου συγκεντρώνονται, παραμονή Πρωτοχρονιάς, οι νεκροί ήρωες του προηγούμενου βιβλίου της Ζατέλη. Από αυτή τη μυστική συνάντηση αποκαλύπτονται σιγά σιγά τα χαρακτηριστικά της Λεύκας.
Στο δεύτερο μέρος, «Χιλιάδες στρόβιλοι ουρανού στο μάτι μιας βελόνας», η ηρωίδα γίνεται εθελοντικά η δίδυμη της Ωραιοζήλης, ενός δυστυχισμένου, ανάπηρου κοριτσιού. Η Λεύκα φροντίζει την Ωραιοζήλη μέχρι τη στιγμή που πεθαίνει και επιδιώκει μια επικοινωνία μαζί της.
Το τρίτο μέρος, «Το παιχνίδι με το εγώ, με το εσύ και με την άβυσσο», ανήκει στη Λεύκα, η οποία συνεχίζει την πορεία της προς την ωριμότητα. Βασικό πρόσωπο είναι και ο Τριαντάφυλλος ή Ντάφινος, ένας εξηντάρης σιδεράς, παππούς της Λεύκας. Η σχέση τους είναι πολύ στενή. Η Λεύκα κλεισμένη στο δωμάτιό της γράφει με μια ανάποδη, δεξιόστροφη γραφή, που μόνο μέσα σε καθρέφτη διαβάζεται. Το πάθος της για το γράψιμο θυμίζει το πάθος της ίδιας της Ζατέλη για τη γραφή. Η Λεύκα γράφει ιστορίες θανάτου, μια από τις ιδιαιτερότητές της είναι η παράξενη σχέση που έχει με το θάνατο. Προσφέρει ανακούφιση σε όσους πάνε να συναντήσουν το θάνατο. Το πάθος δεν είναι άλλο από το πάθος της γραφής. Η ηρωίδα στο μυθιστόρημα αυτό διακατέχεται από το πάθος της γραφής. Το αινιγματικό όνομα Ραμάνθις Ερέβους είναι το συγγραφικό ψευδώνυμο της ηρωίδας.
Η συγγραφέας δεν ακολουθεί ευθύγραμμη πορεία στην αφήγησή της. Τη Λεύκα τη γνωρίζουμε 13 χρονών, αλλά με αναδρομή πάμε στην παιδική της ηλικία και έπειτα τη συναντάμε και στα είκοσί της. Ιστορίες τραγικών ηρώων με παράξενα ονόματα θα μπορούσαν να υπάρξουν και ως ξεχωριστά αφηγήματα. Η γλώσσα της συγγραφέως αποτελείται από λέξεις της αρχαίας σε συνύπαρξη με τη δημοτική. Π.χ. οσάκις, ίνα γη, γέρων, ιχθύς, έτι πλέον. Επίσης υπάρχει το πολυτονικό σύστημα στην έκδοση. Παροιμίες, αινίγματα, παιδικά παιχνίδια, στίχοι τραγουδιών, λαϊκά δίστιχα, λαϊκοί θρύλοι, αποφθεγματικές ρήσεις, αποτελούν στοιχεία του λαϊκού μας πολιτισμού. Επίσης συναντάμε στο βιβλίο σκόρπιους στίχους από το τραγούδι «του νεκρού αδελφού». Τέλος υπάρχουν λογοτεχνικές αναφορές όπως π.χ. στον Καβάφη και στο Σολωμό. Όλα αυτά καθιστούν το βιβλίο κάτι περισσότερο και ανώτερο από ένα απλό μυθιστόρημα. Σου αφήνει την αίσθηση μιας πολύτιμης και διαχρονικής λογοτεχνικής γραφής.