Η Βασιλική Παππά είναι συμβουλευτική ψυχολόγος, πρόεδρος και επιστημονικά υπεύθυνη του Πανελληνίου Συνδέσμου Σχολών Γονέων. Έχει διδάξει Ψυχολογία στα Τμήματα Προσχολικής Αγωγής και Κοινωνικής Εργασίας της Σχολής Επαγγελμάτων Υγείας και Πρόνοιας του ΤΕΙ Αθήνας, στο Τμήμα Επιστημών της Προσχολικής Αγωγής και του Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού του Πανεπιστημίου Αιγαίου, καθώς και σε διάφορα μεταπτυχιακά προγράμματα. Σπούδασε Ψυχολογία και Θεατρολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, έκανε τη μεταπτυχιακή της ειδίκευση στη Σχολική Ψυχολογία και συνέχισε με την εκπόνηση διδακτορικής διατριβής με θέμα τη σχέση της οικογενειακής κατάστασης γονέων με τους παράγοντες της συμπεριφοράς και της αυτοαντίληψης εφήβων, καθώς και της ποιότητας της σχέσης τους με τους γονείς τους. Εργάζεται ως σχολική και συμβουλευτική ψυχολόγος, συντονίζει ομάδες Σχολών Γονέων και ασχολείται με την Εκπαίδευση Ειδικών Ψυχικής Υγείας, ενώ εργάζεται και ιδιωτικά ως συμβουλευτική ψυχολόγος.

Στο «Παράθυρο Αριστερά» πρωταγωνιστής ήρωας είναι ένας ζωγράφος για τον οποίο δεν γνωρίζουμε πολλά ούτε για τη ζωή του ούτε για τον θάνατό του (πέθανε πρόωρα στα 43). Τα έργα του είναι λιγοστά, με θέμα γυναίκες σε κλειστούς χώρους που εργάζονται ή σκέφτονται εστιάζοντας το βλέμμα τους σε διαφορετικό σημείο, σε ένα αντικείμενο ή έξω από το παράθυρο. Η συγγραφέας εκφράζεται μέσα από το έργο του ζωγράφου ή αφήνει τον ζωγράφο να εκφραστεί μέσω αυτής. Ο ίδιος λίγο πριν από τον πρόωρο θάνατό του προβαίνει σε εξομολόγηση για τη ζωή του. Ένα μυστικό τον βαραίνει για χρόνια, και τώρα βρίσκει την κατάλληλη στιγμή για να το εξομολογηθεί. Οι ρόλοι του είναι πολλοί αλλά ο κυρίαρχος που επισκιάζει όλους τους άλλους είναι ο ρόλος του ως καλλιτέχνη. Κατά πόσο ο ίδιος διατηρεί την ισορροπία, τα συνδυάζει όλα και ταυτόχρονα είναι ταγμένος στην επίτευξη του ιδανικού; Κυνηγώντας το ιδανικό, διαφυλάττεις την ακεραιότητα του εαυτού σου; Η τέχνη επισκιάζει τη ζωή ή η ζωή την τέχνη; Η αποκάλυψη ενός μυστικού πλανάται σε όλη την αφήγηση. Δεν αναφέρεται το όνομα του ζωγράφου, καθώς αυτό δεν είναι το σημαντικό στοιχείο. Είναι ένας ζωγράφος που συγκινεί τη συγγραφέα, η οποία προσπαθεί μέσα από τη ματιά του να αντικρίσει τον κόσμο, μέσα από τη ζωγραφική του.

Τόπος, Ολλανδία, χρόνος, 17ος αιώνας: ο Γιοχάνες, διάσημος ζωγράφος, νιώθει την ανάγκη να αποτινάξει από πάνω του το βάρος ενός μυστικού που το κουβαλάει τόσα χρόνια. «Πάντως, εγώ θα γράψω. Για να πω όλα όσα δεν είπα. Κι όσα θυμάμαι. Για τη ζωή μου. Αν αυτό λέγεται ζωή…» (σελ. 11). «Θέλω, επιτέλους, να μιλήσω. Όχι με κραυγές, αλλά με λέξεις καλά βαλμένες στη σειρά. Σήμερα, τη μέρα του Αγίου Νικολάου. Αυτή τη γιορτινή και παγωμένη μέρα. Μια λευκή, άσπιλη μέρα του χιονιού. Και να πω όσα δεν είπα τα σαράντα τρία χρόνια του ως τώρα βίου μου» (σελ. 9.) Ξεκινάει η αφήγηση από τη μέρα της γέννησής του μέχρι το όνειρο της τελευταίας νύχτας. Έτσι κατά την αφήγηση ερχόμαστε σε επαφή με τα όνειρά του, τα πιστεύω του για την τέχνη, τη ζωή, για τους ανθρώπους, για όλα τα ανθρώπινα. Βλέπουμε το νόημα της ζωής μέσα από τα δικά του μάτια.

Η συγγραφέας επιδιώκει και επιθυμεί να αντικρίσει τον κόσμο μέσα από το παράθυρο που ζωγράφιζε ο ζωγράφος σχεδόν πάντα στ’ αριστερά. Τη συγκινεί ο ζωγράφος και το έργο του και γι’ αυτό γράφει με τη γλώσσα της ειλικρίνειας και εκφράζεται λογοτεχνικά άρτια και απλά, χωρίς επιτηδεύσεις. «Κοιτάζω τον πίνακα. Ίσως είναι η τελευταία φορά. Κι όμως, τον αντικρίζω σαν να είναι το πρώτο συναπάντημά μας. Και βλέπω για πρώτη φορά μια χρυσή σκιά να γεμίζει το φόντο του, μια παχιά αχλή αυτό το παρθενικό μου βλέμμα. Αυτό το χρυσό ξεπηδά πίσω απ’ το χάρτη, βγαίνει μέσα από τον τοίχο και γεμίζει το κάδρο. Δεν είναι δικό μου. Είναι οι ψίθυροι του Φαμπρίσιους, που ενώνονται με τη δική μου κραυγή» (σελ. 125).