Σε συνέχεια του πρώτου μέρους του ιστορικού μυθιστορήματος «Το όνομά μου είναι Κανένας» ακολουθεί το δεύτερο μέρος «Ο Γυρισμός», όπου ο Μάσιμο Μανφρέντι ολοκληρώνει το επιτυχές αφηγηματικό ταξίδι του στον κόσμο του Οδυσσέα – όπως ακριβώς και ο ήρωάς του πραγματώνει το πολυδαίδαλο ταξίδι επιστροφής του στην Ιθάκη. Μετά τα δέκα χρόνια που χρειάστηκαν για να νικήσουν οι Έλληνες τους Τρώες, ακολουθεί το μακρύ και γεμάτο περιπέτειες ταξίδι επιστροφής τους στην πατρίδα με ηγέτη τον πολυμήχανο Οδυσσέα: «Τόσα χρόνια σφαγών και πένθους με είχαν διδάξει ότι δεν μπορεί κανείς να κάνει σχέδια, ότι το μέλλον είναι ανεξιχνίαστο, ότι οι θεοί είναι συχνά ζηλόφθονοι με την ευτυχία μας και χαίρονται να μας βλέπουν να υποφέρουμε. Μόνο η θεά μου με αγαπούσε, γι’ αυτό ήμουν σίγουρος, αλλά ούτε καν εκείνη δεν μπορούσε να δαμάσει τη μοίρα» (σελ. 14).
Ο αναγνώστης έρχεται σε γνωριμία με τον τυχοδιώκτη πολυμήχανο Οδυσσέα αφήνοντας πίσω τον πολεμιστή Οδυσσέα της Ιλιάδας. Ο περιπλανώμενος Οδυσσέας αντιμετωπίζει θεούς, ημίθεους, μυθολογικά τέρατα και ζει με τους συντρόφους του ένα πλήθος θαλασσινών περιπετειών μέχρι την επάνοδό του στην πατρίδα. Βρίσκεται στο νησί της Κίρκης απελπισμένος από τον χαμό αρκετών συντρόφων του, ακολουθεί η κατάβασή του στον Άδη όπου συναντά τον Αχιλλέα και τον Αίαντα, καθώς και πολλά φαντάσματα νεκρών πολεμιστών: «Είδα αυτό που έπρεπε να δω και συνάντησα τις λυπημένες ψυχές των νεκρών συντρόφων μας. Η μητέρα μου είναι νεκρή» (σελ. 124).
Ο αγώνας του συνεχίζεται στα νησιά των Σειρήνων όπου κανένας δεν μπορεί να τους αντισταθεί. Ο Οδυσσέας διαρκώς εμψυχώνει τους συντρόφους του: «“Θα τα καταφέρουμε, άναξ;” ούρλιαξε για να ακουστεί μέσα στην καταιγίδα που έπαιρνε μακριά τα λόγια του. “Θα τα καταφέρουμε, έτσι δεν είναι;’’ “Θα τα καταφέρουμε, τιμονιέρη!’’ απάντησα φωνάζοντας ακόμα πιο δυνατά» (σελ. 151). Ο πολυμήχανος ήρωας, παρά τις αμέτρητες δυσκολίες, προχωρά έχοντας στον νου του τα λόγια του πατέρα του. Είναι ένας βασιλιάς πατέρας του λαού του. Πρέπει να βασιστεί στον εαυτό του, στις δυνάμεις του και στον λαό του. Ακολουθεί το νησί της Καλυψώς, το νησί της Ναυσικάς και εντέλει η επάνοδός του στο παλάτι της Ιθάκης. Αγωνίστηκε με τους συντρόφους του εναντίον Κυκλώπων, ανθρωποφάγων γιγάντων, Σειρήνων, τεράτων, δολοφονικών γοργόνων, μυστηριωδών νησιών. Ανταποκρίθηκε στις αντιξοότητες και στις δυσκολίες χρησιμοποιώντας τη δύναμη του μυαλού και της ψυχής του. Οι περιπέτειες αυτές και ο χαμός πολλών συντρόφων του τον έκαναν να νιώθει ακόμη πιο έντονη την ανάγκη επιστροφής στην πατρίδα του. Ατσάλωσαν τη θέλησή του. Κατά την επάνοδό του στην Ιθάκη, μεταμορφώνεται στον πολεμιστή που ήταν στην Τροία και εξολοθρεύει τους μνηστήρες. Ως βασιλιάς πια τιμωρεί όσους ήταν άπιστοι και αποκτά πάλι όλη την εξουσία διασφαλίζοντας ωστόσο την ειρήνη στο νησί του, καθώς αποτρέπει το ξέσπασμα ενός εμφύλιου πολέμου. Ο Οδυσσέας κατορθώνει και επιζεί έπειτα από μια τρομακτική πάλη με τους θεούς, με γίγαντες και στοιχεία της φύσης. Η ανθρώπινη πλευρά του αποτυπώνεται στο ιστορικό μυθιστόρημα κατά την ώρα της αναγνώρισής του από τα αγαπημένα του πρόσωπα. Η συνάντησή του με τον σκύλο του, τον Άργο: «Ο Άργος! Ο Άργος μου, ο σύντροφός μου στο κυνήγι, στις ανέμελες βόλτες στα δάση και στους ασημένιους ελαιώνες. Σερνόταν με πόνο προς το μέρος μου. Μόνο αυτός στο σπίτι μου, πρώτος αυτός με είχε αναγνωρίσει ύστερα από είκοσι χρόνια» (σελ. 274) Η συνάντησή του με την Ευρύκλεια: «“Ψυχή μου! Ψυχή μου! Εσύ είσαι, εσύ, γύρισες!” άρχισε να λέει με τρεμάμενη φωνή, ενώ χοντρά δάκρυα κυλούσαν στα ρυτιδιασμένα μάγουλά της». Η αναγνώρισή του από την Πηνελόπη αποτελεί μια από τις πιο έντονες στιγμές «Ρίχτηκε στην αγκαλιά μου κλαίγοντας, σφίχτηκε πάνω μου δυνατά, κι εγώ ένιωσα τους χτύπους της καρδιάς της που φλεγόταν…» (σελ. 334).
Ο συγγραφέας με αφηγηματική απλότητα, χωρίς τη χρήση σύνθετων και πολύπλοκων εννοιών, μας μεταφέρει στο κλίμα της Οδύσσειας του Ομήρου αποδίδοντας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το μεγαλείο του επικού ποιήματος. Πρόκειται για ένα απολαυστικό ανάγνωσμα που μας χαρίζει ακόμη μια οπτική του κόσμου του Οδυσσέα, του πολύπαθου αυτού ήρωα.