«Πόσος καιρός πάει που περιπλανιέμαι; Δε θυμάμαι πια, δεν μπορώ να μετρήσω τις μέρες και τους μήνες. Το φεγγάρι και ο ήλιος γίνονται ένα» (σελ. 13)

Ο Βαλέριο Μάσιμο Μανφρέντι είναι αρχαιολόγος και μελετητής του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού κόσμου. Έχει διδάξει σε πολλά πανεπιστήμια και έχει γράψει 16 μυθιστορήματα που έχουν τιμηθεί με σημαντικά βραβεία. Η τριλογία «Μέγας Αλέξανδρος» αποτελεί ένα από τα πιο αξιόλογα και συναρπαστικά μυθιστορήματά του. Όσον αφορά στις σπουδές του στα ομηρικά έπη, μπορεί να ανατρέξει κανείς στο δοκίμιο «Ελληνική θάλασσα». Στο παρόν μυθιστόρημα, «Ο Όρκος», το πρώτο από τα δύο νέα του βιβλία για τη ζωή του Οδυσσέα, ο συγγραφέας αφηγείται την ιστορία του ήρωα από τα παιδικά του χρόνια μέχρι το τέλος του Τρωικού Πολέμου. Η Αργοναυτική Εκστρατεία είναι ο κεντρικός άξονας και συνδέει όλες τις μυθολογικές ιστορίες που παρατίθενται με έναν ρεαλιστικό τρόπο όσο αυτό είναι δυνατό.

Ο Οδυσσέας ή ο Κανένας, ο πιο δημοφιλής ήρωας όλων των εποχών, ο πολυμήχανος άνδρας, ταξιδεύει στις θάλασσες και επιβιώνει χρησιμοποιώντας τη λογική και τη σοφία του. Μεγαλώνει στην Ιθάκη βιώνοντας την απουσία του πατέρα του που ταξίδευε αγνοώντας το πότε και αν θα επιστρέψει. Κατά την επιστροφή του διηγούνταν για τους συντρόφους του, τους αρίστους των Αχαιών. «Ήμουν δεκατεσσάρων χρονών, όταν τον έφεραν στο παλάτι από το πλοίο, ξαπλωμένο σε φορείο που το κουβαλούσαν τέσσερις άνδρες, χλομό σαν πεθαμένο, ο θώρακάς του φασκιωμένος με επιδέσμους λεκιασμένους από αίμα» (σελ. 36). Επισκέπτεται τον παππού του Αυτόλυκο, όπου ο Δαμάστης τού μαθαίνει την τέχνη του κυνηγιού και της εκγύμνασης σκύλων. Γίνεται άριστος στο κυνήγι. Ήταν το πρώτο του ταξίδι. Γνώρισε τη γιαγιά του Αμφιθέα και είχε τις πρώτες επαφές με τη θεά Αθηνά. Ταξίδεψε με τον πατέρα του στην αμμώδη Πύλο, όπου τους υποδέχτηκε ο βασιλιάς Νέστορας μ’ ένα πολύ μεγάλο και πλούσιο συμπόσιο. Στο τέλος του συμποσίου οι κόρες της βασίλισσας, η Ελένη και η Κλυταιμνήστρα, εμφανίζονται και συστήνονται στους καλεσμένους. «Η Ελένη έμοιαζε με πλάσμα πέρα από τα ανθρώπινα χάρη στην τελειότητα του προσώπου της, τις μενεξεδένιες αντανακλάσεις των ματιών της, τα μαλλιά της που έλαμπαν σαν ορείχαλκος» (σελ. 80).

Η συνάντησή του μαζί της ήταν καθοριστική, καθώς η ίδια του αποκαλύπτει τα έντονα συναισθήματα που νιώθει γι’ αυτόν. «Ζηλεύω τη γυναίκα που θα οδηγήσεις στον θάλαμο, που θα την ξαπλώσεις στο κρεβάτι με τη δύναμη του έρωτα, πρίγκιπα της Ιθάκης. Χαίρε» (σελ. 83). Το πιο καθοριστικό γεγονός είναι ο Όρκος. Η Ελένη της Σπάρτης καλείται να αποφασίσει η ίδια ποιον θέλει να ακολουθήσει ως σύζυγο. Όλοι οι άλλοι θα πρέπει να ορκιστούν πίστη σ’ αυτόν τον γάμο. Ο Οδυσσέας, ο Αχιλλέας, ο Αίαντας, ο Διομήδης, ο Ιδομενέας, ο Μενέλαος θα λάμβαναν μέρος στον αγώνα. Ο Αγαμέμνονας όχι, γιατί είχε πάρει για γυναίκα του τη δίδυμη αδερφή της Ελένης, την Κλυταιμνήστρα. Την περίοδο αυτή ο Οδυσσέας γνωρίζει την Πηνελόπη και μαγεύεται από την προσωπικότητά της. Η τελευταία ανταποκρίνεται άμεσα: «”Πάρε με μαζί σου”, είπε. “Τώρα, Οδυσσέα. Εσύ είσαι ο άνδρας που θέλω και που θα θέλω για όλη μου τη ζωή”» (σελ. 170). Οι γάμοι τους γιορτάστηκαν στην Ιθάκη μπροστά στον ιερέα της Ήρας που προστατεύει την οικογενειακή εστία. Ο Οδυσσέας είναι έτοιμος να κυβερνήσει στη θέση του πατέρα του με σοφία ανώτερη από τη δική του. Μολονότι το βασίλειό του ήταν μικρό, το να είναι βασιλιάς σήμαινε ότι έπρεπε να επισκεφτεί όλα τα νησιά και τους άρχοντές τους χωρίς συνοδεία. Η ροή των γεγονότων αντιστρέφεται, όταν ο Μενέλαος επισκέπτεται τον Οδυσσέα στην Ιθάκη για να του ανακοινώσει την αρπαγή της Ελένης. Απευθύνεται στον Οδυσσέα και επικαλείται τον όρκο που έδωσε ο τελευταίος, ζητώντας του να καλέσει όσους ορκίστηκαν στην υπεράσπιση όχι μόνο της τιμής του αλλά και της τιμής όλων των Αχαιών. «Αν κάποιος ξένος μπορεί να κλέβει τις γυναίκες μας από τα σπίτια μας και να μένει ατιμώρητος, σημαίνει πως η μοίρα αυτής της γης είναι σημαδεμένη» (σελ. 210). Ο Λαέρτης συμβουλεύει τον Οδυσσέα και τον Μενέλαο να πάνε στην Τροία για να διαπραγματευτούν με ειρηνικό τρόπο την επιστροφή της Ελένης και να αποφύγουν έναν καταστροφικό πόλεμο. Ο Οδυσσέας αφήνει την Ιθάκη και ξεκινά για την Τροία. Δυστυχώς όμως ο πόλεμος ξεκινά: «Πόσοι άραγε θα επιστρέφαμε; Ποιος θα επιζούσε από τη σφαγή και ποιος θα κατρακυλούσε στον Άδη, αφήνοντας όνειρα, επιθυμίες, ελπίδες, όλα χαμένα στον αέρα;»

Το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος, «Το όνομά μου είναι κανένας», είναι εμπνευσμένο από τα ομηρικά έπη. Είναι κοντά στην ομηρική εκδοχή του Οδυσσέα της Ιλιάδας και της Οδύσσειας. Σύμφωνα με δήλωση του συγγραφέα σε συνέντευξή του, ο Οδυσσέας είναι το είδωλό του από τότε που ήταν παιδί. Ο θαυμασμός του βασίζεται στη γοητεία, τη δυναμικότητα και τη διαχρονικότητα του πρωταγωνιστή των ομηρικών επών. Στη σύγχρονη εποχή του χάους και της παράνοιας, η σοφία και η λογική του Οδυσσέα αποτελούν τα μόνα μέσα για την επιβίωση του ανθρώπου του 21ου αιώνα. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας συνάδει με την ατμόσφαιρα της ομηρικής παράδοσης, όπως ήδη τη γνωρίζουμε. Αποφεύγει τις σύνθετες περιόδους και ως αφηγητή χρησιμοποιεί τον ίδιο τον πρωταγωνιστή της ιστορίας.