«Κι αυτό το έργο που, χωρίς επιγόνους και χωρίς κάποια ομήγυρη για να το υποστηρίξει, κάποια Ακαδημία ή κάποια φιλοσοφική σχολή, έβρισκε από αιώνα σε αιώνα αναγνώστες, κατάφερε να φέρει ως τις μέρες μας την εντιμότητα μιας μοναχικής φωνής που μοιάζει με την ηχώ της δικής μας μοναξιάς, την οποία επαναλαμβάνει, από την άλλη άκρη, το βάραθρο του χρόνου» (σελ. 338).

Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος έπειτα από δεκαετείς σπουδές στο Παρίσι επέστρεψε στην Ελλάδα όπου και βιοπορίσθηκε ως δημοσιογράφος σε διάφορα έντυπα, ημερήσια ή περιοδικά. Σήμερα διατηρεί στήλη καθημερινού χρονογραφήματος στην εφημερίδα «Η Καθημερινή». Έχει συγγράψει μυθιστορήματα και δοκίμια.

Γοητευμένος από τις αντιφάσεις του Ξενοφώντα, καθώς και από τη μοναχικότητά του, ο συγγραφέας συνέγραψε «Το μυθιστόρημα του Ξενοφώντα» το οποίο αποτελεί μια προσέγγιση  της ζωής, του συγγραφικού και στρατιωτικού έργου του Ξενοφώντα. «Όσο γι’ αυτόν, οργάνωνε το πεδίο όπου για μια ολόκληρη ζωή θα κρινόταν το παιχνίδι της δικής του δύναμης και της δικής του αδυναμίας. Ήταν το πεδίο μιας μοναξιάς που χάραξε τότε και όσο περνούσαν τα χρόνια γινόταν όλο και αποκλειστικότερη, όλο και πιο ακραία. Βολική ή άβολη, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι υπήρξε πραγματική και ειλικρινής, ότι αυτή έδωσε τον τόνο στην ειλικρίνεια της φωνής του που κατάφερε να διασχίσει τους αιώνες για να φτάσει, ακρωτηριασμένη, σαρακοφαγωμένη, αλλά υπαρκτή, με το ιδιότυπο μέταλλο της ως τις μέρες μας» (σελ. 30).

Ο Ξενοφών γεννήθηκε την άνοιξη του 430 π.Χ. στην Αλωπεκή της Αθήνας. Οι γονείς του ήταν ο Γρύλλος και η Διοδώρα. Υπήρξε γόνος αριστοκρατικής οικογένειας γαιοκτημόνων. Στα δεκαεπτά του πεθαίνει ο πατέρας του. Γνωρίζεται με τον Σωκράτη και γίνεται άσπονδος φίλος του Πλάτωνα. Σιωπηλός, κοινός, μοναχικός, ωραίος, ευθυτενής, υπήρξε το «τέλειο προϊόν της Αθήνας και υποκατάστατο του Αλκιβιάδη».

Στα είκοσι έξι του καταλύεται η Αθηναϊκή Δημοκρατία. Κατατάσσεται στο ιππικό ως επίλεκτο μέλος του ιππικού των Τριάκοντα Τυράννων. Με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας ο Ξενοφών εκποιεί την πατρική του περιουσία και δραπετεύει από την Αθήνα στην Έφεσο και από εκεί στις Σάρδεις. Κατατάσσεται μισθοφόρος στον στρατό του Κύρου ο οποίος σκοπεύει να εκστρατεύσει εναντίον του αδερφού του Αρταξέρξη. Εκεί γνωρίζεται με τον τραυλό Θεμιστογένη τον Συρακούσιο ο οποίος θα γίνει έκτοτε το alter ego του.

Στη μάχη στα Κούναξα της Μεσοποταμίας θα διασώσει την παλλακίδα του Κύρου, Μιλησία από τη Μίλητο ή αλλιώς αργότερα Φιλησία, και θα την παντρευτεί. Από τα εδάφη του σημερινού Ιράκ θα διασχίσει την Καρδουχία και θα βρεθεί στον Εύξεινο Πόντο ως στρατηγός της οπισθοφυλακής των Μυρίων. Αφού διανύσει 6.500 χιλιόμετρα θα επιχειρήσει αποτυχημένα να ιδρύσει ελληνική αποικία στα σημερινά σύνορα Γεωργίας-Αζερμπαϊτζάν. Θα καταφθάσει στην Τρωάδα χωρίς καθόλου χρήματα.

Κατατάσσεται στο σπαρτιατικό ιππικό και μετά τη μάχη της Κορώνειας καταδικάζεται σε ισόβια εξορία από την Αθήνα ως φιλολακωνιστής. Καταλήγει στον Σκιλλούντα της Πελοποννήσου ως πρόξενος της Σπάρτης και του Αγησίλαου. Αποκτά δύο γιους με τη Φιλησία, τον Γρύλλο και τον Διόδωρο,  ο οποίος δεύτερος τραυλίζει και μοιάζει πολύ με τον Θεμιστογένη. Εμπρηστές καίνε τα κτήματά του και την κατοικία του και καταλήγει στην Κόρινθο όπου και πεθαίνει το 355 π.Χ.

Ξενοφώντα διάβαζε ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Κικέρων, ο Διογένης Λαέρτιος, ο Βησσαρίων του Βυζαντίου (την περίοδο της Άλωσης που κατέληξε στη Βενετία), ο Νικολό Μακιαβέλι, ο Μονταίνιος, ο Βολταίρος. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, ο Ξενοφών ήταν ο πρώτος αυτοβιογραφούμενος συγγραφέας. Έχει χαρακτηριστεί ως ο εξόριστος του Σκιλλούντα, επίδοξος ευνοούμενος του Μεγάλου Βασιλιά (του Κύρου), στρατηγός των Μυρίων, φιλοολιγαρχικός, τυχοδιώκτης, νομάς όχι όμως και άπολις, και gentleman farmer.

Ο Θεοδωρόπουλος στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου του που το ονομάζει «Ο δικός μου ξένος» αναφέρεται στη δική του συνάντηση –μοναδική– με τον Ξενοφώντα. «Τον ΠΡΩΤΟΣΥΝΑΝΤΗΣΑ, όπως οι περισσότεροι από μας, όταν καθόμουν στα μαθητικά θρανία» (σελ. 339). «Και αν ευγνωμονώ για κάτι τον Δικό μου Ξένο, είναι γιατί από τη στιγμή που πρωτοσυναντήθηκα μαζί του ως σήμερα που ήρθε η ώρα να τον αποχωριστώ με ξενάγησε σ’ αυτό το εργαστήριο της ανθρώπινης ύπαρξης, που τότε, στον μακρινό εκείνο 5ο και 4ο αιώνα π.Χ., πειραματιζόταν για πρώτη φορά με τη ζωή, την αντιμετώπιζε ως ζητούμενο και όχι ως απλό δεδομένο» (σελ. 348).

Ο συγγραφέας εστιάζει στο πρόσωπο του Ξενοφώντα και  στην προσωπικότητά του. Η γραφή του είναι απλή, κατανοητή, χωρίς πλατειασμούς και φλυαρίες. Έχει ως σημείο αναφοράς τη μοναχικότητα του Ξενοφώντα, τον αντιφατικό χαρακτήρα του ως στρατιωτικού, πολιτικού άνδρα και συγγραφέα. Ζωντανεύει όλη την εποχή του Ξενοφώντα, την εποχή της παρακμής του ελληνικού κόσμου και της πρώτης μεγάλης κρίσης της Δημοκρατίας. Περαιτέρω, ο συγγραφέας, όπως δηλώνει ο ίδιος, ενδιαφέρεται για τη σχέση του αρχαίου κόσμου με τον δικό μας σύγχρονο κόσμο.