«Η μυθοπλασία βασίζεται στην αλήθεια. Θέλω να πω, αν τα πράγματα δε συνέβαιναν, οι άνθρωποι δεν θα μπορούσαν να τα σκεφτούν»
Λίγες ημέρες προτού φύγουν από το Τσίμνεϊς ο σερ Όσβαλντ και η λαίδη Κουτ περνούν τον χρόνο με τους φίλους τους. Κάθε πρωί στο πρόγευμα ασχολούνται με τον υπναρά Τζέρι Γουέιντ που αργεί να ξυπνήσει και αποφασίζουν να του κάνουν μια φάρσα. Αγοράζουν οκτώ ξυπνητήρια, ένα για κάθε έναν της παρέας και τα προγραμματίζουν να χτυπήσουν ανά λεπτό το επόμενο πρωί. Το βράδυ, όταν σιγουρεύονται ότι ο Τζέρι έχει κοιμηθεί, τοποθετούν τα ξυπνητήρια στο δωμάτιό του. Την επόμενη ημέρα συναντώνται όλοι στο πρωινό, όμως, ο Τζέρι Γουέιντ απουσιάζει. Τότε όλοι αναρωτιούνται τι συνέβη και ο Γουέιντ δεν κατέβηκε στο πρόγευμα. Ανεβαίνουν στο δωμάτιό του και αντικρίζουν τον Γουέιντ νεκρό και το ένα ξυπνητήρι να λείπει.
Μερικές ημέρες αργότερα η λαίδη Αϊλίν Μπρεντ ή Μπαντλ, όπως την αποκαλούν, τρέχει με το αυτοκίνητό της, ώσπου ένας άντρας πετιέται μπροστά της στον δρόμο. Η Μπαντλ νομίζει ότι τον έχει χτυπήσει και τρέχει να βοηθήσει τον πεσμένο άντρα. Εκείνος λίγο πριν ξεψυχήσει της εκμυστηρεύεται δύο ονόματα: ενός άντρα κι ενός κλαμπ. Η ταυτότητα του νεκρού αποκαλύπτεται: είναι φίλος του Γουέιντ κι ένας από τους συνδαιτυμόνες που βρίσκονταν στο Τσίμνεϊς. Ο θάνατός του δεν οφείλεται στην οδήγηση της Μπαντλ, αλλά σε πυροβολισμό. Η Μπαντλ τότε ξεκινά ένα αγωνιώδες κυνήγι για την αναζήτηση της αλήθειας, περπατώντας σε μονοπάτια που ο κίνδυνος ελλοχεύει σε κάθε σπιθαμή.
Η Αγκάθα Κρίστι, αφήνοντας τους διάσημους ήρωές της, έγραψε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα με πινελιές κατασκοπίας. Η αφήγηση δεν είναι πρωτοπρόσωπη, όπως συμβαίνει στις σειρές βιβλίων με τον Πουαρό και τη Μις Μαρπλ, αλλά γίνεται σε τρίτο πρόσωπο. Το βιβλίο δομείται από 34 κεφάλαια που τιτλοφορούνται, προϊδεάζοντας για την πλοκή που έπεται. Η συγγραφέας για την εξέλιξη της ιστορίας βασίζεται περισσότερο στους διαλόγους –εκεί τοποθετεί και τα στοιχεία της λύσης– παρά στην πεζή αφήγηση των γεγονότων. Άλλωστε, και το χτίσιμο των χαρακτήρων γίνεται ως επί το πλείστον από τα ίδια τους τα λόγια και όχι από χαρακτηρισμούς που προσάπτει η συγγραφέας στα πρόσωπα. Όσο για το συγγραφικό ύφος της Κρίστι; Είναι λες και έχει σκαρώσει μια φάρσα στον αναγνώστη και σε κάθε γύρισμα των σελίδων γελάει περιπαικτικά, καταφέρνοντας να τον αιχμαλωτίσει σ’ έναν κυκεώνα αστυνομικού μυστηρίου και γρίφων. Τα πιόνια στη σκακιέρα κινούνται προσεκτικά, ελέγχοντας τις θέσεις των υπολοίπων και τα περιθώρια των δικών τους ελιγμών, καθώς σε κάθε κίνησή τους το ρολόι χτυπάει, τικ τακ, τικ τακ.