Ο ιερέας-ντετέκτιβ

Πολυγραφότατος και δεινός χειριστής της αγγλικής γλώσσας, ο G.K. Chesterton (1874-1936) ασχολήθηκε με διαφορετικά είδη του γραπτού λόγου (πεζογραφία, ποίηση, θέατρο, πολιτικό και θεολογικό δοκίμιο, λογοτεχνική κριτική). Σίγουρα ο πιο αναγνωρίσιμος λογοτεχνικός του χαρακτήρας είναι αυτός του πατρός Μπράουν, που εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε ένα διήγημα του 1910 και από τότε πρωταγωνίστησε σε αρκετά διηγήματα. Αυτός ο ρωμαιοκαθολικός ιερέας, ο κοντούλης και στρουμπουλός (όπως τον περιγράφει ο δημιουργός του), τόσο μακριά από τα πρότυπα του ικανού ντετέκτιβ της εποχής του (και όχι μόνο) κυκλοφορεί με τα φθαρμένα του ράσα, το στρογγυλό του καπέλο και την ταλαιπωρημένη μαύρη ομπρέλα του και καταφέρνει να επιλύσει μυστήρια όχι μόνο χάρη στην οξυδέρκειά του, αλλά κυρίως χάρη στην κατανόηση της ανθρώπινης φύσης και ψυχής.

Τα δέκα διηγήματα που περιλαμβάνονται στο συγκεκριμένο βιβλίο αποδεικνύουν ακριβώς αυτό το χαρακτηριστικό του πατρός Μπράουν. Το πρώτο και το τελευταίο διήγημα (“Το μυστικό του πατρός Μπράουν” και “Το μυστικό του Φλαμπώ”) προσφέρουν τη βάση για την ανάπτυξη του συλλογισμού και της προσέγγισης του ιερέα στο έγκλημα. Φιλοξενούμενος στο κτήμα του παλιού του γνώριμου Φλαμπώ στην Ισπανία καλείται να εξηγήσει σε έναν Αμερικανό καλεσμένο τον τρόπο με τον οποίο επιλύει τα εγκλήματα: “Βλέπετε, τους δολοφόνησα όλους εγώ ο ίδιος” (σ. 16) ισχυρίζεται και προς στιγμήν τρομάζει τον συνομιλητή του για να διευκρινίσει παρακάτω: “Πράγματι δεν σκότωσα αυτούς τους ανθρώπους με τα ίδια μου τα χέρια. Σκέφτηκα ξανά και ξανά πώς ένας άνθρωπος θα μπορούσε να καταλήξει έτσι, ώσπου αντιλήφθηκα ότι εγώ ο ίδιος ήμουν έτσι, σε όλα εκτός από την τελική απόφαση να προβώ σε τούτη την πράξη” (σελ. 17). Στα οκτώ διηγήματα που βρίσκονται ανάμεσα σε αυτά τα δύο που αναφέραμε, ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να ακολουθήσει την εξιχνίαση ισάριθμων εγκλημάτων, μέσα από μια τριτοπρόσωπη αφήγηση που επιτρέπει την παρατήρηση του πατρός Μπράουν ως ενός από τα εμπλεκόμενα πρόσωπα και όχι μόνο ως ντετέκτιβ. Το ορισμένες φορές απλανές βλέμμα του, ο λογισμός του που συχνά δεν συμβαδίζει με τις συζητήσεις γύρω του και η ηρεμία με την οποία αντιδρά και στην πιο παράδοξη κατάσταση τον καθιστούν ιδιαίτερη μορφή στο λογοτεχνικό σύμπαν των ντετέκτιβ (ερασιτεχνών και επαγγελματιών). Στον “Καθρέφτη του δικαστή” ο πατήρ Μπράουν προσπαθεί να αποδείξει ότι όλοι οι ύποπτοι για τον φόνο του δικαστή είναι αθώοι, ενώ στο αμέσως επόμενο διήγημα “Ο άνθρωπος με τις δύο γενειάδες” ασκεί κριτική στην εγκληματολογική επιστήμη που κατηγοριοποιεί τους εγκληματίες αφηγούμενος μια ιστορία για έναν άνθρωπο που δολοφόνησε κάποιον που του ήταν παντελώς ξένος. Στο “Τραγούδι των ιπτάμενων ψαριών” αποδεικνύει πώς ο ένοχος μπορεί να βρίσκεται δίπλα στους μάρτυρες σχεδόν όλη την ώρα και παρόλα αυτά να προβεί στο έγκλημα, ενώ παρόμοια οπτική παρουσιάζεται και στο “Ο ηθοποιός και το άλλοθι”, όπου όλοι σχεδόν οι ύποπτοι βρίσκονται επί σκηνής κάνοντας πρόβα την ώρα του φόνου. Στην “Εξαφάνιση του Βόντρυ” ένα πτώμα που χαμογελάει θα αποκαλύψει πρότερα εγκλήματα και στο “Χειρότερο έγκλημα στον κόσμο” έρχεται στο φως η ακόρεστη δίψα του ατόμου για το χρήμα που οδηγεί σε ένα ανομολόγητο έγκλημα. Στο “Κόκκινο φεγγάρι του Μερού” η κλοπή ενός ρουμπινιού κατά τη διάρκεια ενός πανηγυριού φέρνει στο φως τις προκαταλήψεις των ανθρώπων για το ποιος μπορεί να είναι/γίνει κλέφτης και στο “Πένθος του Μαρκησίου” αναδεικνύεται η υποκρισία των ανθρώπων για το ποιον μπορούν να συγχωρήσουν για ένα έγκλημα.

Κοινός τόπος σε όλα τα διηγήματα είναι το καυστικό χιούμορ, η υπόγεια ειρωνεία και κριτική της αγγλικής κοινωνίας των αρχών του εικοστού αιώνα, μαζί με την έμφυτη ικανότητα του πατρός Μπράουν να επιδεικνύει ενσυναίσθηση και κατανόηση στις πολύπλοκες εκφάνσεις του ανθρώπινου ψυχισμού. “Το μυστικό του πατρός Μπράουν” είναι μια απολαυστική συλλογή διηγημάτων μυστηρίου που αποδεικνύουν ότι στα κατάλληλα χέρια η μικρή φόρμα μπορεί να μεταφέρει ταυτόχρονα και τη μυστηριώδη ατμόσφαιρα αλλά και τον κοινωνικό προβληματισμό.