«Και τώρα μου ʼλαχε αυτός. Να της ζητάει κατανόηση ως ικέτης – αντί να έρθει ως Ιάσων, ερχόταν σκλάβος εκλιπαρώντας για λίγη σπιτική ελευθερία, μια τηγανιά, μια ξεχασμένη φροϋδική λακκούβα, για εκείνον ασυναίσθητη αλλά έτοιμη για να βουλιάξει αυτός μαζί της μέσα».
Τον Θεόδωρο Γρηγοριάδη τον έχουμε συνηθίσει πιο… σύνθετο, άκρως τολμηρό σε θεματολογία, με την ταυτότητα και τα όρια να αμφισβητούνται και να αλλάζουν ενίοτε από τον τραγικό ήρωα, με ατμόσφαιρα αλλόκοτα μαγική.
Στο καινούργιο του μυθιστόρημα αποδεικνύει της καθημερινότητας τη μαγεία. Το λεπτοϋφασμένο κέντημα αυτής καθ’ εαυτής της ζωής. Που μας πιάνει απ’ το χέρι, ενδεχομένως και στη λαϊκή της γειτονιάς μας, καληώρα όπως την Έλλη, και μας αλλάζει το σχέδιο στον καμβά εκεί που έχουμε αποφασίσει να χαράξουμε και να ελέγξουμε απ’ εδώ και στο εξής τη ζωή.
Η ηρωίδα του βιβλίου του, η πενηντάχρονη φιλόλογος Έλλη, με μεταπτυχιακές σπουδές στη Μαργκερίτ Ντυράς, εν μέσω κρίσης, έχει επιλέξει φίλους, εδώ και χρόνια επάγγελμα, έχει μετρήσει το χρόνο και τον έχει μοιράσει συνετά και σοφά. Η βόμβα στην καθημερινότητά της θα είναι ο Αντώνης. Ένας άντρας που συναντά κάθε εβδομάδα στη λαϊκή, εκεί που ψωνίζει τα ψάρια – η ζωή της θα μπει σ’ ένα παράλληλο σύμπαν εντελώς ανεπαίσθητα, τόσο απλά κι απαλά, με μια τηγανιά.
Στην καινούργια παρενθετική ζωή της θα μπει μαζί με τον έρωτα και η οικογένεια του Αντώνη. Εξοβελίζοντας την αλήθεια από τις προηγούμενες σχέσεις και αναδεικνύοντας παραμέτρους ζωής και ψυχής που αγνοεί. Όπως αυτή της σαρκικής επιθυμίας εκεί που πιστεύεις ότι έχεις τελειώσει μ’ αυτήν, της στοργικής φροντίδας για τους αντίπαλους άλλους. Για τη γυναίκα και το παιδί του εραστή.
Η ιστορία κυλά αργά και καθημερινά αναδεικνύοντας την ποιητική τέχνη και οικονομία της ζωής. Απ’ την κουζίνα και το σαλόνι της, στη λαϊκή και στην τραπεζαρία του Αντώνη, παραμένοντας μέχρι το τέλος στο μικρόκοσμο του Βοτανικού και του Ρουφ τουλάχιστον γι’ αυτήν.
Για την Έλλη που ανεπαισθήτως αλλάζει και γίνεται ο εαυτός της και οι άλλοι, για τους άλλους που μπορεί να είναι παρένθεση αλλά είναι η πιο καθοριστική, για την Αθήνα που εξακολουθεί να βιώνει μια ανασφάλεια πρωτόγνωρη –αλλά μήπως κατά βάθος αυτό δεν είναι η ζωή;
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο Γρηγοριάδης σκιαγραφεί με αδρό τρόπο τη μεγάλη τραγική της εποχής. Αναίμακτα, χαμηλότονα, υποδόρια, υπενθυμίζοντας με λεπταίσθητο τρόπο τα βασικά: τον έρωτα και την απώλεια, την παρουσία και την απουσία, τη γενναιοδωρία και το απρόσμενο, τις μικρές ανθρώπινες επαναστάσεις που σε κάνουν να είσαι ο εαυτός σου, τις μικρές καθημερινές επιλογές, εκείνο το ελάχιστο κάθε μέρα που όμως μπορεί και να γίνει τα πάντα, γιατί η ποίηση ή υπάρχει και στο ελάχιστο ή δεν υπάρχει, τελικά, πουθενά.
Ένα μυθιστόρημα λεπτών αποχρώσεων, όπως έχει ήδη γραφτεί, και υψηλών συγκινήσεων, η υπέρβαση της συνετής Έλλης, όπως θα μπορούσε να πει κανείς. Η υψηλή τέχνη της ζωής. Εφόσον εμείς ζωγραφίζουμε πάντα το όποιο κενό. Την παρτίδα το πώς θα την παίξουμε, το καθορίζουμε εμείς.