Ο Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέητς υπήρξε ένας από τους στυλοβάτες της ιρλανδικής λογοτεχνίας αλλά και ένας από τους σπουδαιότερους ποιητές του 20ού αιώνα, μια κορυφαία λογοτεχνική μορφή, που έγραψε ποιητικές συλλογές, διηγήματα, θεατρικά έργα και δοκίμια και κέρδισε το βραβείο Νόμπελ. Ωστόσο –γεγονός κάπως παράδοξο– τα μεταφρασμένα έργα του στην ελληνική γλώσσα είναι λίγα και συχνά προέρχονται από μεμονωμένες εκδοτικές προσπάθειες ή περιλαμβάνονται σε συλλογικές εκδόσεις ποιημάτων ή ιστοριών.

Έτσι, η έκδοση για πρώτη φορά στα ελληνικά ενός ολοκληρωμένου του έργου, αντιπροσωπευτικού των συγγραφικών του διαθέσεων και αναφορών, δεν μπορεί παρά να αποτελεί ένας ευτυχές γεγονός. Ακόμη περισσότερο όταν αυτό σηματοδοτεί την έναρξη μιας νέας εκδοτικής κίνησης, ερασιτεχνικής (με την κυριολεκτική σημασία του όρου) αλλά καμωμένης με προσοχή και μεράκι, με πίστη και προσήλωση στην αρτιότητα του τελικού αποτελέσματος. Ο λόγος για τις νεότευκτες εκδόσεις Κλέος που μας έδωσαν πριν από λίγο καιρό «Το Μυστικό Ρόδο», μια συλλογή ρομαντικής φανταστικής λογοτεχνίας που ξεκινά με ένα ποίημα και κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1897.

«Το Μυστικό Ρόδο», λοιπόν, αποτυπώνει την ωρίμανση της πρώτης λογοτεχνικής εποχής του Γέητς. Σε αυτό του το έργο ο Ιρλανδός ποιητής θα θελήσει να περιγράψει τον µυστικό κόσµο της πατρίδας του, αντλώντας τις θεματικές του από τη λαϊκή φαντασία, τη μυθολογία και τις παραδόσεις του τόπου του. Έτσι, η ανάδειξη του παραδοσιακού ιρλανδικού σύμπαντος –με τις ιστορίες του για τα ξωτικά, τις σοφές γριές της υπαίθρου με τη μυστηριώδη προέλευση, τους δρυίδες και τα μαγεμένα δάση– συνδυασμένη με τη μεταγενέστερη χριστιανική πνευματικότητα, τον ευγενή ιπποτισμό και τον ιδεαλισμό ενός άυλου και αιώνιου πνευματικού κόσμου, θα αποτελέσουν τον καμβά της κάθε μίας από τις οχτώ ιστορίες του βιβλίου, δίνοντας συνολικά το ιδιαίτερο στίγμα αυτής της συλλογής.

Στο πρώτο διήγημα με τίτλο «Η σταύρωση του απόκληρου» ένας περιπλανώμενος βάρδος θα φτάσει σε ένα μοναστήρι ζητώντας φιλοξενία για το βράδυ. «’Ένας άντρας με χλωμό πρόσωπο και απαλά καστανά μαλλιά, μια περπατούσε και μια έτρεχε στον δρόμο που ξεδιπλωνόταν από τον νότο ως την πόλη… Ήταν τροβαδούρος, φορούσε ένα κοντό, πολύχρωμο πανωφόρι και είχε μυτερά παπούτσια κι ένα παραφουσκωμένο πουγκί» (σελ.37). Όμως, όπως σύντομα θα διαπιστώσει, το μέρος εκείνο δεν είναι και τόσο φιλικό απέναντι στους ξένους, είναι μάλλον εχθρικό και ιδιαίτερα ως προς τους απείθαρχους βάρδους των παλαιών παραδόσεων. Ο ηγούμενος της μονής και οι μοναχοί δεν θα διστάσουν να τον οδηγήσουν κι αυτόν στον λόφο, απέναντι από τον πύργο του Αβαείου, εκεί όπου στέκονται οι σταυροί καθώς τα πουλιά φτεροκοπούν από πάνω τους.

Στη δεύτερη ιστορία («Αφήνοντας το Ρόδο») ένας γέρος ιππότης, ο μοναδικός που απέμεινε πλέον από το Τάγμα του, αναζητά έναν τελικό υψηλό σκοπό για τον οποίο θα άξιζε να θυσιάσει τη ζωή του. «Κάποιο χειμωνιάτικο δειλινό ένας γέρος ιππότης, που φορούσε μια σκουριασμένη αλυσιδωτή πανοπλία, ίππευε αργά πάνω στην δασώδη νότια πλαγιά… Τα λευκά του μαλλιά έπεφταν σε λεπτές μπούκλες πάνω στους ώμους του και η ατημέλητη εικόνα τους έκανε το πρόσωπό του να φαίνεται ιδιαιτέρως μελαγχολικό. Και επρόκειτο για το πρόσωπο ενός εξ’ αυτών που έρχονται αλλά σπάνια απαγκιάζουν σε τούτο τον κόσμο. Τους ονειροπόλους που πρέπει να πράξουν ό,τι ονειρεύονται. Τους δρώντες που πρέπει να ονειρευτούν αυτό που θα πράξουν» (σελ. 51). Και θα δώσει όντως την τελευταία του μάχη, για να πάρει πίσω τα κλεμμένα ζώα ενός συνετού και τίμιου χωρικού, ενώ λίγο πριν κλείσει τα μάτια του θα διηγηθεί το ταξίδι της ζωής του και την προέλευση της μυστικής του πίστης σε ένα αφελές χωριατόπαιδο που θα σταλθεί για να τον περιποιηθεί.

Το τρίτο διήγημα έχει τον τίτλο «Η σοφία του βασιλιά» και αφορά στην παλιά δοξασία της σύναξης μιας συντροφιάς Μαγισσών γύρω από την κούνια ενός νεογέννητου. Οι ψηλές και αρχαίες μορφές των γυναικών θα τραγουδήσουν πάνω από το παιδί και θα ενώσουν το αίμα τους μαζί του. «’Όταν οι γυναίκες έφυγαν, η παραμάνα βρήκε ξανά το κουράγιο κι έτρεξε στο κάστρο του Υψηλού Βασιλιά, και φώναξε καταμεσής της αίθουσας του συμβουλίου ότι τα Ξωτικά, για καλό ή για κακό δεν γνώριζε, είχαν επισκεφθεί το παιδί εκείνη την νύχτα» (σελ. 65). Και το παιδί θα μεγαλώσει με το σημάδι της μεικτής του γενιάς πάνω του, κάτι που θα καθορίσει τη ζωή του.

Στη συνέχεια, «Η καρδιά της άνοιξης» είναι μία από τις ωραιότερες ιστορίες σχετικά με την παράδοση του Ξωτικολαού που έχουμε διαβάσει. Η γλαφυρή και ήρεμη αφήγηση του Γέητς μας δίνει ένα όμορφο επεισόδιο όπου ο ανθρώπινος κόσμος και ο κόσμος των ξωτικών δεν είναι ξέχωροι και μακρινοί ο ένας από τον άλλο, αλλά μπορούν να βρεθούν δίπλα δίπλα και να αλληλεπιδράσουν. «Δεν φοβάμαι τόσο τα ανθρωπάκια όσο τον γκρίζο άντρα. Γιατί όταν αυτά έρχονται κοντά στο σπίτι αρμέγουν τις αγελάδες, πίνουν το αφρισμένο γάλα κι αρχίζουν να χορεύουν. Και ξέρω ότι υπάρχει καλό στην καρδιά εκείνου που αγαπά τον χορό. Όμως, τα φοβάμαι παρόλα αυτά. Φοβάμαι και τις ψηλές γυναίκες με τα μακριά λευκά χέρια που βγαίνουν μέσα από τον άνεμο και κινούνται αργά… Έχουν γλυκά, πανέμορφα πρόσωπα, όμως Ένγκους γιε του Όρμπις, φοβάμαι όλα αυτά τα πλάσματα… τους κατοίκους του Ξωτικόκοσμου και την τέχνη σου που τους τραβάει κοντά μας» (σελ. 76).

Οι επόμενες τρεις ιστορίες («Η κατάρα της φωτιάς και της σκιάς», «Οι γηραιοί του λυκόφωτος» και «Ο θεός υπάρχει στο τίποτα») διαπνέονται επίσης από την αντίστιξη και το πάντρεμα των πνευματικών στοιχείων του παγανισμού και του χριστιανισμού, καθώς βρισκόμαστε σε εκείνη τη μεταιχμιακή εποχή όπου οι δύο ιερές παραδόσεις συναντιούνται. Η ιρλανδική ύπαιθρος, τα βιώματα του αγροτικού χώρου, εκεί όπου μπορεί να συναντηθεί το αλλόκοτο και το τερατικό με το ιερό και το συμβολικό στοιχείο, παρουσιάζονται και πάλι όμορφα μέσα από τη γραφή του Γέητς, καταλήγοντας σε ένα λογοτεχνικό σύνολο που διαθέτει τα γνωρίσματα της σπουδαίας και μεστής νοημάτων αφήγησης.

Η συλλογή κλείνει με την ιστορία «Για τον Κοστέλλο τον περήφανο, την Οόνα την κόρη του Ντέρμοτ και τις κακές γλώσσες», την αφήγηση ενός ρομαντικού και απελπισμένου έρωτα, ίσως την πιο επική ιστορία της συλλογής, που αν την εικονοποιούσαμε, θα μπορούσαμε σίγουρα να τη φανταστούμε σε ένα προ-ραφαηλίτικο στυλ. Η κόρη του Ντέρμοτ καλεί τον αγαπημένο της Κοστέλλο στη γιορτή του γάμου της ώστε όταν της ζητήσουν να πιει στην υγεία εκείνου που αγαπά να μάθουν όλοι σε ποιον πραγματικά ανήκει η καρδιά της. Μερικές μέρες αργότερα η νεκρική πομπή θα μεταφέρει το φέρετρο της Οόνα πάνω από το νερό, στο Νησί της Αγίας Τριάδας, εκεί όπου κι ο Κοστέλλο θα βρει τον θάνατο, στοιχειωμένος από το φάντασμα της καλής του.

Τελικά, με την ολοκλήρωση της ανάγνωσης, είχαμε την αίσθηση πως ταξιδέψαμε όντως σε έναν άλλο κόσμο, γοητευτικό και απρόσμενο, σ’ ένα σύνολο διαθέσεων και αισθήσεων που μοιάζουν να έχουν εκλείψει στη σύγχρονη υλιστική εποχή μας και που όμως πάντα αναδύονται μαγικά με την κατάλληλη ευκαιρία. Συνοψίζοντας τις αναγνωστικές μας εντυπώσεις, θα λέγαμε πως η αφήγηση του Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέητς, ιδεαλιστική αλλά και ρεαλιστική συνάμα, κατόρθωσε να μας κερδίσει με την έμπνευση και την απλότητά της και ταυτόχρονα να μας σαγηνεύσει με τις ουσιαστικές αλήθειες που αισθανόμαστε να κρύβει μέσα της.

Να αναφέρουμε, επίσης, πως στο βιβλίο υπάρχει ένα πλούσιο εισαγωγικό κομμάτι, με δύο κείμενα, ένα για τη ζωή, το έργο και τις θεωρητικές κατευθύνσεις του Γέητς και ένα για το «Μυστικό Ρόδο», γραμμένα από τον Σταμάτη Μαμούτο, υπεύθυνο των εκδόσεων Κλέος. Τέλος, πολύ καλή είναι και η μετάφραση που υπογράφει η Εύα Παναγιωτοπούλου.