Η Κέιτ Γκρένβιλ γεννήθηκε στην Αυστραλία, στο Σίδνεϊ. «Το Μυστικό ποτάμι» είναι το έβδομο μυθιστόρημά της και βρέθηκε στην τελική εξάδα του βραβείου Μπούκερ το 2006, ενώ ένα προηγούμενο μυθιστόρημά της το «Η ιδέα της τελειότητας» κέρδισε το βραβείο Όραντζ.
Σε αυτό το μυθιστόρημά της παρακολουθούμε την ζωή του Γουίλιαμ Θόρνχιλ, που γεννήθηκε στο Λονδίνο τα τέλη του 18ου αιώνα σε μια πάμπτωχη οικογένεια. Πείνα, βρωμιά και εξευτελιστικές συνθήκες δίπλα στο ποτάμι, τον Τάμεση. Παιδιά πεθαίνουν από πείνα και αρρώστιες, κλέφτες καταδικάζονται σε θάνατο για μικροκλοπές απελπισίας στην προσπάθεια για το καθημερινό φαγητό, η εξουσία των αρχόντων και των πλουσίων της αυτοκρατορίας σε όλο το ….μεγαλείο της. Ο γάμος του με την κόρη του αφεντικού του με την οποία αγαπιόντουσαν από μικρά παιδιά και ο προβιβασμός του σε “ελεύθερο”, τον ανεβάζει σε μια πιο πάνω κοινωνική κατηγορία – μικρότερης αθλιότητας-, από την οποία όμως πέφτει ακόμα πιο χαμηλά απ’ όπου ξεκίνησε, αφού αμέσως μετά την πτώση του και την κατρακύλα που ακολούθησε σε γνώριμες ατραπούς, καταδικάζεται σε θάνατο λόγω μιας κλοπής του.
Η σωτηρία της ζωής του επιβάλλει να μεταβεί σαν άποικος στην Αυστραλία που ήταν μια έρημη ήπειρος, και κατοικούνταν από άγριους και απολίτιστους μαύρους. Μαζί του η γυναίκα του και τα παιδιά που συνεχίζει να γεννοβολά. Ένας νέος τόπος, μια νέα αρχή, θάρρος και σκληρή δουλειά, η απελευθέρωση για τον ίδιο, για δεύτερη φορά στη ζωή του. Μια καινούργια ανέλιξη, αρχικά οικονομική και όπως ήταν φυσικό και κοινωνική, χαράζει νέους δρόμους γι’ αυτόν. Και βέβαια αφού γίνεται ο «κύριος Θόρνχιλ» πια, πρέπει πρώτα αυτός να ξεχάσει πως πείναγε, πως του φερόντουσαν, και τι σήμαινε να μην σε υπολογίζουν σαν άνθρωπο. Μια λήθη που σβήνει σταδιακά, μαζί με τις ταλαιπωρίες, και τις όποιες αξίες είχαν επιζήσει.
Η γλώσσα της Γκρένβιλ είναι αναλυτικά περιγραφική και καταφέρνει, με τις πετυχημένες αναφορές στις μικρολεπτομέρειες της πόλης αλλά και της άγριας φύσης, να στήνει ένα ολοζώντανο σκηνικό που παίζει μεγάλο ρόλο στην καλύτερη κατανόηση όσων συμβαίνουν από τους ανθρώπους. Και το κάνει καλά τόσο στην Αγγλία όσο και στον μακρινό και άγνωστο τόπο όπου έστηναν μια νέα κοινωνία οι καταδικασμένοι από τα δικαστήρια, όχι απαραίτητα όμως και πραγματικοί κακοποιοί όλοι τους.
Και αν καταφέρνει να ζωγραφίζει άξια τα σκηνικά του διπλού χορού του Θόρνχιλ, δυο φορές επάξια καταφέρνει να δείξει το πώς οι άνθρωποι ξεχνάνε ρίζες, αξίες και πιστεύω, όταν αλλάζουν πλευρά και ρόλο στο ποτάμι, που καθόλου τυχαία κυριαρχεί στην ιστορία της συγγραφέως στην μακρινή Αυστραλία, όπως ακριβώς κυριαρχούσε και στο Λονδίνο, στην πριν την μετανάστευση ζωή του. Ποτάμι πριν, ποτάμι και μετά, μα στο μετά, ο Θόρνχιλ, το παλιό χαμίνι και ο κλεφτράκος των δρόμων, σαν γνήσιος και εξουσιοδοτημένος από τον βασιλιά εκπρόσωπος του πολιτισμού πια, αγωνιζόμενος για όσα πάντα ζήλευε, και ξεχνώντας τι έπινε το αίμα της οικογένειάς του χρόνια πίσω, συμμετέχει σε ένα ακόμα Αγγλοσαξωνικό αποτροπιαστικό γενεαλογικό δολοφονικό κατόρθωμα ενάντια στους Αβορίγινες – το άλλο στις Η.Π.Α. με τους ερυθρόδερμους – που ενώ ανεβάζει τάχιστα στις κοινωνικές τάξεις τους μετέχοντες, κατεβάζει ακόμα πιο γρήγορα στα βάραθρα τις ανθρωπιστικές αξίες τους.