Με ευωδιά βασιλικού

«Το μυστικό ήταν η ζάχαρη» της Τέσυς Μπάιλα είναι από τα βιβλία εκείνα που λαχταρά η ψυχή να διαβάσει. Αναδίνει μια ατμόσφαιρα αλλοτινής εποχής, παντοτινά χαμένης, πλημμυρισμένης από ευωδιά βασιλικού. Από τις πρώτες αράδες η αφήγηση παρασύρει τον αναγνώστη  κάνοντάς τον κοινωνό της ιστορίας.

Χωρίς φανφάρες και στολίσματα, χωρίς συναισθηματισμούς και γλυκανάλατες περιγραφές, παρουσιάζει την αλήθεια των πραγμάτων όπως είναι και βγάζει πηγαία συγκίνηση. Πώς είναι δυνατόν να μη δακρύσει κάποιος ακολουθώντας κατά πόδας την Κωσταντάκαινα στην άθλια καθημερινότητα της κατοχικής Κρήτης, τότε που ο φόβος και ο θάνατος  ήταν μόνιμοι σύντροφοι των ανθρώπων ή ακούγοντας από τα χείλη της Μαρίτσας τις φρικαλεότητες των Γερμανών στα στρατόπεδα του Άουσβιτς;

Πληθώρα θεμάτων διατρέχει το μυθιστόρημα χωρίς να γίνεται ωστόσο κουραστικό. Με εγκιβωτισμούς ανοίγει νέα παράθυρα στην ιστορία, πάντα όμως επιστρέφει εκεί που μας έχει αφήσει. Στις αναδρομές συχνά έχουμε κυκλική αφήγηση – ξεκινά από το αποτέλεσμα, συνεχίζει με το πώς έφτασαν τα πράγματα εκεί και καταλήγει στην ίδια φράση διαφορετικά δοσμένη.

Το μυθιστόρημα ξεκινά από τα μικράτα της Κατίνας στην Κρήτη μέχρι και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και συνεχίζει στον μεταπολεμικό Πειραιά, στον γάμο της με τον Θέμελη, στη «μοίρα» της, όπως η ίδια επιμένει να λέει, και στην απόλυτη υποταγή της σε αυτόν τον ψυχικά άρρωστο άντρα, αφού έτσι έχει μάθει από τη μάνα της. «Καλός, κακός [ο σύντροφος], αυτός είναι ο κύρης του κοριτσιού, το ριζικό του». Ο άντρας αυτός αγαπάει και ζηλεύει παθολογικά τη γυναίκα του και ο μόνος τρόπος για να της το δείξει είναι οι διαρκείς καυγάδες και η άσκηση βίας πάνω της. Εκείνη συνεχώς τον δικαιολογεί, κάνει υπομονή και  παίρνει όλη την ευθύνη πάνω της. Γιατί; Οι δυο τους είναι δεμένοι αιώνια, αδύνατο να ζήσουν χωριστά, προορισμένοι να διαβάσουν μέχρι το τέλος το παραμύθι της ζωής τους που όρισε η μοίρα γι΄ αυτούς. «Της ζωής που μοιάζει πάντα με παραμύθι και που μια που αρχίζεις να το μιλείς, δεν ξέρεις αν θα ‘χει δράκους ή πριγκιπόπουλα», όπως συνήθιζε να λέει η Κωσταντάκαινα.